Καμία αύξηση από την 1η Μαίου δε θα γίνει στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ, όπως αποφάσισε η κυβέρνηση.
Τη σχετική ανακοίνωση έκανε ο υφυπουργός ΠΕΚΑ Μάκης Παπαγεωργίου, και σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης τα τιμολόγια της ΔΕΗ δεν δικαιολογείται από τα κόστη της να ανέβουν
Υπενθυμίζεται ότι από την 1η Μαίου, και με βάση το προηγούμενο μνημόνιο θα έπρεπε να ξεκινήσει η δεύτερη φάση εφαρμογής της υποχρέωσης της χώρας μας για τη σύνδεση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας με το κόστος της παραγωγής και διάθεσης. Η πρώτη φάση ήταν την 1η Ιανουαρίου, οπότε και τότε η κυβέρνηση είχε εγκρίνει αυξήσεις από 8,6% έως 12,76%.
Πηγές αναφέρουν ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας είχε λάβει αίτημα της ΔΕΗ για αύξηση της τάξης του 3,5% στα τιμολόγια από την 1η Μαίου. Ωστόσο, όπως κάνει γνωστό ο κ. Παπαγεωργίου η ΡΑΕ γνωμοδότησε ότι το ποσό των προς ανάκτηση δαπανών της εταιρίας για το έτος 2013, που αφορούν τους πελάτες Χαμηλής Τάσης, παραμένει το ίδιο με αυτό που είχε εγκρίνει τον Ιανουάριο. Βάσει αυτής της απόφασης, δεν προκύπτει καμία αλλαγή στα τρέχοντα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ, όπως ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2013.
Η τρίτη φάση της υποχρέωσης που έχει αναλάβει η χώρα μας για την προσαρμογή του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας με το κόστος της παραγωγής και διάθεσης είναι από την 1η Ιουλίου, οπότε και τα τιμολόγια απελευθερώνονται πλήρως. Με απλά λόγια η ΔΕΗ θα αποφασίζει μόνη της για το ύψος των τιμών που θα χρεώνει τους καταναλωτές, χωρίς να απαιτείται η παρέμβαση της κυβέρνησης.
Ο υφυπουργός ΠΕΚΑ Μάκης Παπαγεωργίου, με αφορμή την απόφαση για μηδενικές αυξήσεις έκανε την ακόλουθη δήλωση: «Οι προσπάθειες όλων απέδωσαν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα υπέρ των πολιτών. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, είναι εξαιρετικά ικανοποιητικό, ότι στη δεύτερη φάση πριν την απελευθέρωση των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας στη Χαμηλή Τάση, δεν υπάρχει καμία απολύτως αύξηση. Οι ενέργειες της κυβέρνησης οδήγησαν σε μια ιδιαιτέρως ομαλή μετάβαση στην ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας για κοστοβαρή τιμολόγια, ενώ συνεχίζουμε εντατικά την προσπάθεια, ώστε να διασφαλίσουμε ένα υγιές και ευνοϊκό υπέρ των καταναλωτών πλαίσιο που θα ισχύει και μετά την πλήρη μετάβαση στην απελευθερωμένη και ανταγωνιστική αγορά ενέργειας».