Καρτέλ και ολιγοπώλια στην αγορά των υγρών καυσίμων κρατούν τις τιμές της βενζίνης στα ύψη. Τη διαπίστωση αυτή κάνει μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας σύμφωνα με την οποία οι βενζινοπώλες καθυστερούν να περάσουν τις μειώσεις όταν πέφτει η διεθνής τιμή, ταυτόχρονα διαπιστώνει «συνθήκες ‘δυοπωλίου’» στην αγορά διύλισης, ενώ κάνει λόγο και για μη ξεκάθαρο τρόπο τιμολόγησης από τις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών.
Πιο συγκεκριμένα η Τράπεζα της Ελλάδας ερευνά «αν υπάρχει ασυμμετρία στις προσαρμογές της εγχώριας τιμής της βενζίνης στις μεταβολές της διεθνούς τιμής του πετρελαίου κατά την περίοδο Ιανουαρίου 2005 – Ιουλίου 2012». Κατά τους ερευνητές, «η ανάλυση δείχνει ότι η προσαρμογή των εγχώριων λιανικών τιμών της βενζίνης είναι ασύμμετρη. Το εύρημα αυτό πιθανώς καταδεικνύει την επιχειρηματική στρατηγική που ακολουθούν οι πωλητές της βενζίνης, με στόχο να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους: Καθυστερούν να μειώσουν τις λιανικές τιμές της βενζίνης όταν η διεθνής τιμή του πετρελαίου πέφτει, ενώ αντίθετα σπεύδουν να τις αυξήσουν όταν αυτή ανεβαίνει», περιγράφει η μελέτη και καταλήγει: «Συνάγεται έτσι ότι η προσφορά της βενζίνης ενδεχομένως χαρακτηρίζεται από συμπράξεις, οι οποίες ευνοούνται από έλλειψη ανταγωνιστικών συνθηκών στη δομή της ελληνικής αγοράς καυσίμων». Η μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας μένοντας στην αγορά της λιανικής επισημαίνει ότι ο αριθμός των πρατηρίων στη χώρα μας είναι μεγάλος. Ένα βενζινάδικο αντιστοιχεί σε 1.400 κατοίκους όταν στην Ε.Ε. η αντίστοιχη αναλογία είναι ένα προς 3.800 κατοίκους.
Στον κλάδο της διύλισης η ΤτΕ τονίζει ότι «υπάρχουν συνθήκες δυοπωλίου, με δύο διυλιστήρια τα ΕΛ.ΠΕ και τη ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ, με σημαντικά εμπόδια εισόδου νέων επιχειρήσεων λόγω του υψηλού μη ανακτήσιμου κόστους». Αναφέρεται ακόμη, ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις τιμολογούν «με βάσει την αγορά της Μεσογείου με ποσοστό προσαύξησης του κέρδους τους, της τάξης του 0,3%».
Από την έρευνα της Τράπεζας τονίζεται το γεγονός της μεγάλης επιβάρυνσης από την επιβολή των φόρων: «Ο ΦΠΑ επιβάλλεται στην τιμή του πετρελαίου, προσαυξημένη από τους ειδικούς φόρους – έτσι επιβαρύνει διπλά τον καταναλωτή».
Δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερο βαθμό συγκέντρωσης η αγορά χονδρικής, λέει η μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας, τονίζοντας όμως ότι δεν είναι ξεκάθαρος ο τρόπος με τον οποίο οι εταιρίες εμπορίας υπολογίζουν τις τιμές που χρεώνουν και τις εκπτώσεις που κάνουν σε διαφορετικές περιφέρειες της χώρας.
Οι ερευνητές σημειώνουν πως στην αγορά χονδρικής δραστηριοποιούνται περίπου 20 εταιρίες εμπορίας, αν και οι τέσσερις μεγαλύτερες κατέχουν μερίδιο πάνω από 50%. “Δεν υπάρχουν σαφή εμπόδια εισόδου νέων εταιριών, οι περιορισμοί πηγάζουν από τους κανόνες τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας”, υπογραμμίζει η ΤτΕ.
Επιπλέον επισημαίνει ότι “η αγορά που διαμορφώνει το κόστος μεταφοράς δεν είναι πλήρως ανταγωνιστική”.
ΠΗΓΗ: Ημερησία