Ριζικές αλλαγές στη σχέση τραπεζών και Δημοσίου αλλά και στο φλέγον ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων σχεδιάζει η νέα ελληνική κυβέρνηση. Όσον αφορά στα NPL’s στελέχη τραπεζών υπογραμμίζουν ότι πρόκειται για πιο σύνθετο ζήτημα, καθώς η όποια νομοθετική παρέμβαση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε συνεννόηση με την ΕΚΤ.
Η εποπτεία των τραπεζών βρίσκεται στην ΕΚΤ και θα πρέπει να συμφωνήσει σε αλλαγές που ενδεχομένως έχουν επίπτωση στην κεφαλαιακή βάση των τραπεζών.
Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, στόχος της κυβέρνησης είναι η δημιουργία ενός ενδιάμεσου δημόσιου φορέα διαχείρισης «κόκκινων» στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, κατά βάση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ο οποίος θα έχει τα χαρακτηριστικά εν μέρει ενός distress fund, αλλά παράλληλα θα έχει και εποπτικό ρόλο στη ρύθμιση των χρεών από τις τράπεζες, αλλά πιθανότατα και αρμοδιότητα εισπρακτική.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του ενδιάμεσου φορέα θα είναι:
Σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται η Καθημερινή, ο ενδιάμεσος φορέας θα αγοράζει σταδιακά από τις εμπορικές τράπεζες πακέτα «κόκκινων» δανείων, τόσο στεγαστικά όσο και επιχειρηματικά, ανάλογα με τη χρονική διάρκεια που αυτά είναι «παγωμένα». Η χρηματοδότηση του φορέα για την εξαγορά των δανείων μελετάται να γίνει από μέρος των 11 δισ. ευρώ του περίφημου «μαξιλαριού» του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) και σε πρώτη φάση εξετάζεται να χρηματοδοτηθεί με 2 δισ. ευρώ, κάτι που άφησαν να εννοηθεί χθες κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών.
– Ο φορέας μπορεί να αγοράζει ακόμη και τμήμα του δανείου και να ακολουθείται η λογική του λεγόμενου balloon payment. Δηλαδή, το δάνειο να χωρίζεται σε δύο μέρη: αυτό που θα αποπληρώνεται θα παραμένει στην εμπορική τράπεζα και το μέρος που «παγώνει» για μια περίοδο 5-10 ετών μεταφέρεται στον ενδιάμεσο φορέα.
– Η έκπτωση με την οποία θα αγοράζει τα ενυπόθηκα δάνεια εξετάζεται να προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της αρχικής εμπορικής αξίας του προσημειωμένου ακινήτου και της τρέχουσας εμπορικής του αξίας. Ο δανειολήπτης, βεβαίως, θα αποπληρώνει το δάνειο στον φορέα με βάση τη νέα αξία αυτού, αλλά και βάσει εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων.
– Οι οφειλές θα χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με το ύψος τους και το προφίλ των δανειοληπτών. Για παράδειγμα, στην Ιρλανδία υπάρχουν τρεις κατηγορίες: α) Οφειλές μη ενυπόθηκες κάτω από 20.000 ευρώ από δανειολήπτες χωρίς άλλα περιουσιακά στοιχεία, οι οποίες διαγράφονται, β) οφειλές άνω των 20.000 ευρώ οι οποίες επίσης δεν περιλαμβάνουν προσημειώσεις και γ) οφειλές από ενυπόθηκα δάνεια. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις καθορίζονται μηνιαίες δόσεις με βάση τις λεγόμενες εύλογες δαπάνες διαβίωσης, ενώ μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή και τα εργαλεία ρύθμισης που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος.