Μαίνεται ο πόλεμος του γάλακτος και μέχρι την Παρασκευή αναμένεται να κορυφωθεί σε πολιτικό αλλά και σε παρασκηνιακό επίπεδο.
Η αύξηση του χρόνου κατανάλωσης στο φρέσκο γάλα, όπως επιβάλλεται στην ελληνική κυβέρνηση από τον ΟΟΣΑ, κατά πολλούς θα λειτουργήσει υπέρ του Έλληνα καταναλωτή.
Φυσικά συμφωνούν σχεδόν όλοι ότι κάτι τέτοιο θα έχει δυσμενέστατες επιπτώσεις για την ελληνική αγελαδοτροφεία, η οποία ούτως ή άλλως, χρόνο με το χρόνο συρρικνώνεται.
Αυτό που συστηματικά αποκρύπτεται είναι για το ακριβό γάλα που φτάνει στο ποτήρι του Έλληνα καταναλωτή δεν είναι η τιμή παραγωγού!
Η μέση τιμή του κτηνοτρόφου στην ελληνική αγορά διαμορφώνεται στα 43,53 ευρώ το κιλό, με τη χώρα μας να υποχωρεί στην τέταρτη θέση στις χώρες με τις υψηλότερες τιμές, μετά την Κύπρο (56,8 λεπτά το κιλό), τη Μάλτα (54,91 λεπτά το κιλό) και τη Φινλανδία (44,22 λεπτά το κιλό) που ανέβηκε στην τρίτη θέση.
Η τρέχουσα μέση τιμή παραμένει σε επίπεδα όμοια με αυτά του 2011 και ελαφρώς βελτιωμένη από την τιμή της θερινής περιόδου του 2009.
Παρόλα αυτά ο Έλληνας καταναλωτής πληρώνει το ακριβότερο γάλα στην Ευρώπη. Η τιμή από την παραγωγή στην κατανάλωση είναι αυξημένη ακόμη και κατά 250%.
Στην γαλακτοβιομηχανία ο ανταγωνισμός είναι ουσιαστικά άγνωστη λέξη. Ακόμη και μετά το σκάνδαλο του καρτέλ, η ευελιξία στις τιμές είναι ανύπαρκτη.
Ακόμη και η είσοδος στην αγορά προϊόντων γάλακτος ιδιωτικής ετικέτας από όλες σχεδόν τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και μάλιστα σε τιμές που αρχίζουν από 0,80 ευρώ και δεν ξεπερνούν το 1 ευρώ δεν φαίνεται να πίεσαν τις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες ώστε να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους ή να σταματήσουν τις διαρκείς ανατιμήσεις.
Ο πόλεμος για τις θέσεις στο ψυγείο και στα μερίδια αγοράς δεν έχει τα αποτελέσματα που θα περίμενε κανείς.
Το γάλα πωλείται από τον παραγωγό προς 45 λεπτά και φτάνει στο ποτήρι του καταναλωτή σε τιμές από 1,10 έως 1,57 ευρώ για τα επώνυμα προϊόντα. Στις ενδιάμεσες διαδρομές του από την κτηνοτροφική μονάδα ως το σούπερ μάρκετ φορτώνεται με κόστος που μάλλον δεν δικαιολογείται εάν συγκρίνει κάποιος τις τελικές τιμές προϊόντων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Έτσι ενώ στη Γερμανία και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες ο παραγωγός πουλάει 0,36 ευρώ το λίτρο, ο καταναλωτής αγοράζει το τελικό προϊόν σε τιμές έως 0,83 ευρώ το λίτρο, δηλαδή 150% ακριβότερα. Αντίθετα στην Ελλάδα όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών της Υπηρεσίας Εποπτείας της Αγοράς (Υπ. Ανάπτυξης), ο παραγωγός πουλάει προς 0,45 ευρώ το λίτρο και ο Έλληνας καταναλωτής αγοράζει μέχρι και 1,56 ευρώ, δηλαδή σχεδόν 250% ακριβότερα.
Από το γεγονός και μόνο πως μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες της χώρας «παράγουν» ζημιογόνα αποτελέσματα ή επιχειρούν να συγχωνευθούν αλλά παρά ταύτα δεν ανοίγουν το παιχνίδι του ανταγωνισμού στο ράφι, γίνεται σαφές πως σε πολλές περιπτώσεις αδυνατούν να απορροφήσουν τις επιβαρύνσεις, οι οποίες προέρχονται είτε από την αύξηση της έμμεσης φορολογίας (ΦΠΑ), είτε από το κόστος των πρώτων υλών, είτε από άλλα κοστολογικά στοιχεία όπως είναι το κόστος συλλογής και διανομής αλλά και το υψηλό κόστος των επιστροφών από τα σούπερ μάρκετ.