Ο Μανώλης Γλέζος (ή και Μανόλης Γλέζος) είναι Έλληνας δημοσιογράφος και πολιτικός της Αριστεράς, πρόεδρος της ΕΔΑ και ήρωας της Εθνικής Αντίστασης.
Γεννήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1922 στο χωριό Απείρανθος Νάξου, γιος της Μάχης Ναυπλιώτου και του Νίκου Γλέζου.[1] Το 1935 μετοίκησε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του, όπου και τελείωσε το γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο γυμνάσιο, στην Αθήνα, εργάστηκε και ως υπάλληλος φαρμακείου. Το 1939 δημιούργησε μια αντί-φασιστική ομάδα νεολαίας ενάντια στην ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου και τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.
Στην αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ζήτησε να ενταχθεί στον ελληνικό στρατό στο αλβανικό μέτωπο, αλλά απορρίφθηκε επειδή ήταν μικρότερος από την ηλικία στράτευσης. Aντ’ αυτού, εργάστηκε ως εθελοντής για το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών και από το 1941 ξεκίνησε να σπουδάζει στην ΑΣΟΕΕ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής εργάζεται στον δήμο της Αθήνας, ενώ παράλληλα συμμετέχει ενεργά στην αντίσταση. Τη νύκτα της 30ης Μαΐου, ξημερώνοντας η 31η Μαρτίου του 1941, αυτός και ο Απόστολος Σάντας αφαίρεσαν τη γερμανική πολεμική σημαία του Γ΄ Ράιχ, που κυμάτιζε σε ιστό στην Ακρόπολη Αθηνών, κυριολεκτικά κάτω από τα μάτια της εκεί φρουράς.
Το τολμηρό εκείνο επιχείρημα προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό που μεταδόθηκε η είδηση. Η πράξη τους ενέπνευσε τους Έλληνες που αντιστέκονταν ενάντια στον κατακτητή που καθιέρωσε και τους δύο ως σύμβολα αντίστασης κατά της χιτλερικής κατοχής. Μάλιστα ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκωλ χαρακτήρισε τον Μανώλη Γλέζο ως “Πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης”[2]. Βέβαια το ναζιστικό καθεστώς αποκρίθηκε με την αναζήτηση και καταδίκη των υπευθύνων (του Γλέζου και του Σάντα) σε ερήμην θάνατο από το γερμανικό στρατοδικείο. Έτσι ξεκίνησε μια εκτεταμένη αναζήτηση όπου και τελικά, σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 24 Μαρτίου του 1942 ο Μ. Γλέζος και ο συνεργός του συλλαμβάνονται από γερμανικό κλιμάκιο και φυλακίζονται στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί ο Γλέζος μετά από απάνθρωπους βασανισμούς προσβλήθηκε από φυματίωση βαριάς μορφής οπότε και αφέθηκε ελεύθερος[3].
Στις 21 Απριλίου του 1943 συλλαμβάνεται και πάλι αυτή τη φορά από τους Ιταλούς κατακτητές για ενάντια δράση του, όπου και παρέμεινε στη φυλακή για τρεις μήνες. Έξι μόλις μήνες μετά την απελευθέρωσή του από τους Ιταλούς, στις 7 Φεβρουαρίου του 1944 συλλαμβάνεται πάλι, αυτή τη φορά από συνεργάτες των κατακτητών, για επικίνδυνη αντεθνική δράση και φυλακίζεται για 7,5 μήνες. Κατάφερε τελικά να δραπετεύσει στις 21 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους[4].
1945-1974
Μετά την απελευθέρωση ο Μανώλης Γλέζος ανέλαβε συντάκτης στην εφημερίδα “Ριζοσπάστης” μέχρι τις 10 Αυγούστου του 1947, οπότε και ανέλαβε αρχισυντάκτης και υπεύθυνος της έκδοσης της εφημερίδας[5] μέχρι το κλείσιμό της από τις ελληνικές Αρχές.
Στις 3 Μαρτίου 1948 συνελήφθη για τις πολιτικές του πεποιθήσεις του και καταδικάστηκε αρκετές φορές με διάφορες ποινές και μια φορά σε θάνατο (Οκτώβριος 1948) για “αδικήματα τύπου” και μια φορά ακόμη σε θάνατο για παράβαση του Γ’ Ψηφίσματος στις 21 Μαρτίου 1949. Εντούτοις, οι ποινές θανάτου του δεν εκτελέσθηκαν, λόγω της δημόσιας κατακραυγής. Οι ποινές του θανάτου του μετατράπηκαν σε μια καταδίκη σε “ισόβια δεσμά” το 1950, όπου τελικά ούτε και αυτή η ποινή εκτελέστηκε αποφυλακισθείς στις 26 Ιουλίου 1954, επί κυβερνήσεως Αλέξανδρου Παπάγου.
Αν και φυλακισμένος, ο Μανώλης Γλέζος συμμετείχε στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 όπου και εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών, υπό τη σημαία της Ενωμένης Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) που είχε συσταθεί μόλις πριν ένα μήνα, στις 3 Αυγούστου του 1951 και τον είχε επιλέξει στο ψηφοδέλτιό της. Με την εκλογή του, πραγματοποίησε 12ήμερη απεργία πείνας με κύριο αίτημα την απελευθέρωση των 10 βουλευτών της ΕΔΑ που βρίσκονταν εξόριστοι. Τελικά το αίτημά του έγινε μερικώς δεκτό απελευθερώθηκαν οι 7 από τους 10 και εκείνος διέκοψε την απεργία[6].
1958 – Η δίκη του Γλέζου και των συνεργατών του
Το 1958, επί κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή, ο Γλέζος μαζί με μερικούς άλλους συνεργάτες του, συλλαμβάνεται στο σπίτι της αδερφής του με τη κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ της ΕΣΣΔ.
Κατά σύμπτωση, λίγο πριν τη δίκη του Γλέζου και των συγκατηγορούμενών του, ξεσπά αντιδικία ανάμεσα στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές γύρω από τη φυγάδευση του Γερμανού ναζί εγκληματία πολέμου Γκούντερ Κόλβες. O Γκ. Κόλβες έχοντας υπόψη του το τότε νομοσχέδιο που μόλις είχε ψηφιστεί από την Ελληνική Βουλή, θεώρησε ότι μπορούσε να μετακινείται ανενόχλητος στην Ελληνική Επικράτεια, συμμετέχοντας και στο ράλι Ακρόπολις. Με τη λήξη του ράλι, κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά για να επιβιβαστεί σε πλοίο για την Ιταλία. Εκεί όμως συνελήφθη από αστυνομικά όργανα, αλλά λίγες ώρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, παρόλο που δεν υπήρχε σχετικό αίτημα της δυτικογερμανικής κυβέρνησης για τους εγκληματίες πολέμου, που να αναφέρεται στον Κόλβες. Άμεση συνέπεια ήταν το ξέσπασμα ενός σκανδάλου με άμεσες συνέπειες στη δίκη του Γλέζου.
Η ένταση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Κυβέρνηση Καραμανλή ενισχύεται αν και η Κυβέρνηση έχει αναλάβει την ευθύνη διαφυγής του Κόλβες. Πιο συγκεκριμένα η Αριστερά κατηγορεί τη Κυβέρνηση για προπηλακισμό και βάναυσο παραγκωνισμό της Ελληνικής Δικαιοσύνης και για την ακρίβεια αναφέρει τα εξής: Στη μια περίπτωση, η τακτική δικαιοσύνη παραμερίζεται για να δικαστεί ο Γλέζος από Στρατοδικείο, στην άλλη το Γραφείο Εγκληματιών αγνοείται και παραμερίζεται για να φυγαδευτεί ένας εγκληματίας πολέμου.
Διεθνής κινητοποίηση για το Γλέζο
Παράλληλα με το θέμα της αντιδικίας στο εσωτερικό, έχει ξεσπάσει και αντιδικία με τη Σοβιετική Ένωση και με το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης να αυξάνει. Από τα τέλη Απριλίου αρχίζουν να φτάνουν στην Αθήνα αντιπρόσωποι διεθνών οργανώσεων, οι οποίοι είτε ερευνούν το θέμα είτε προβαίνουν σε αιτήματα για παραπομπή της υπόθεσης σε τακτικά δικαστήρια. Στις αρχές Μαΐου ανακοινώθηκε η ίδρυση Διεθνούς Επιτροπής για την υπεράσπιση του Γλέζου και των συνεργατών του, με έδρα το Παρίσι. Πρόεδρος είναι ο παλαιός Γάλλος πολιτικός Πωλ Μπονκούρ. Ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη ήταν και ο Γάλλος Ζαν-Πωλ Σαρτρ.
Η υπόθεση έτσι πήρε διεθνείς προεκτάσεις. Την περίοδο εκείνη παρατηρούνταν ένα είδος κινητοποίησης η οποία προερχόταν τόσο από τα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία αποτελούσαν το κύριο μοχλό κινητοποίησης, όσο και από τα αντίθετα πολιτικά τους ρεύματα όπως οι φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές, συντηρητικοί και ριζοσπάστες. Μέσα από το είδος της κινητοποίησης όλες αυτές οι πολιτικές ομάδες συνεργάστηκαν πιστεύοντας ότι οι πολιτικοί διωγμοί και τα στρατοδικεία υπονομεύουν τη δημοκρατία. Όσο προχωρούσε ο καιρός της ενάρξεως της δίκης – 9 Ιουλίου 1959 – τόσο πιο πολύ εντεινόταν οι κινητοποιήσεις και οι πιέσεις από το εξωτερικό.
Δίκη Γλέζου και στελεχών ΚΚΕ στο Στρατοδικείο
Η δίκη του Γλέζου και άλλων στελεχών του ΚΚΕ αρχίζει στις 9 Ιουλίου 1959, στο Τακτικό Στρατοδικείο Αθηνών. Στο μεταξύ, όλα τα κόμματα της Αντιπολιτεύσεως έχουν ταχθεί εναντίον της παραπομπής πολιτικών υποθέσεων στα στρατοδικεία. Παράλληλα στην Αθήνα αφικνούνται ξένοι νομικοί, εκπρόσωποι οργανώσεων και δημοσιογράφοι.
Σύμφωνα με το βούλευμα, οι πέντε από τους παρόντες κατηγορούμενους και πιο συγκεκριμένα οι: Τρικαλινός, Βουτσάς, Ευθημιάδης, Συγγελάκης και Καρκαγιάνης παραπέμπονται «δια προσφοράν εις κατασκοπείαν», σύμφωνα με το Α.Ν. 375/1936 άρθρο 9ο. Οι υπόλοιποι, ανάμεσα στους οποίους και ο Γλέζος, για παροχή βοήθειας στους προσφερθέντες σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 του ιδίου Νόμου.
Τα αστυνομικά μέτρα που έχουν παρθεί από τη πρώτη μέρα είναι ιδιαιτέρως εμφανή γύρω από το δικαστήριο, το παλαιό κτήριο του Στρατοδικείου επί της οδού Ακαδημίας. Οι κατηγορούμενοι καταφθάνουν στο στρατιωτικό δικαστήριο με περασμένες τις χειροπέδες στα χέρια τους και ορισμένοι χειροκροτούν με αποτέλεσμα την άμεση σύλληψή τους.
Οι συνήγοροι υπερασπίσεως υποβάλλουν από τη πρώτη στιγμή ενστάσεις αναρμοδιότητας του δικαστηρίου με το δικαιολογητικό ότι ο νόμος Α.Ν. 375 έχει καταργηθεί και ότι το κατηγορητήριο είναι αόριστο, αλλά το δικαστήριο τις απορρίπτει.
Η διάρκεια της δίκης είναι 14 ημέρες. Μέσα στο δικαστήριο παρευρίσκονταν μόνο δημοσιογράφοι, μάρτυρες κατηγορίας, συγγενείς, συνήγοροι και τα αστυνομικά όργανα. Οι μάρτυρες κατηγορίας είναι ανώτατα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας των οποίων η κύρια ενασχόληση τους είναι η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης και των σκοπών του ΚΚΕ, υπό το πρίσμα της Δεξιάς. Ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας αστυνόμος Παπασπυρόπουλος καταθέτει , ότι είδε ο ίδιος τον Κολιγιάννη να μπαίνει στο σπίτι της αδερφής του Γλέζου.
Από τη παραμονή της δίκης σημειώνεται η πρώτη παρέμβαση της Σοβιετικής Ενώσεως. Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ στρατάρχης Βοροσίλωφ με μήνυμά του στο βασιλιά Παύλο εκφράζει την ανησυχία του για τη τύχη του Γλέζου. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Σκεφέρης σε συνάντηση του με το Σοβιετικό Πρεσβευτή δηλώνει ότι ο βασιλιάς δε μπορεί να επέμβει και τούτο διότι το Δημοκρατικό Σύνταγμα της Ελλάδος απαγορεύει την ανάμειξή του στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Παράλληλα την ίδια ημέρα ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δηλώνει την έκπληξη του για την κινητοποίηση του Κομμουνισμού για την εν λόγω δίκη κατασκοπίας και καθώς επίσης ότι η Ελληνική Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, αμερόληπτη και δε δέχεται καμία εξωτερική επέμβαση.
Οι περισσότεροι κατηγορούμενοι αναιρούν τις ομολογίες τους και υπερασπίζονται τη πολιτική του ΚΚΕ και ο Μανόλης Γλέζος υποστηρίζει ότι η κατηγορία εναντίον του είναι συκοφαντική και σκοπός της είναι να πληγεί η ΕΔΑ και το δημοσιογραφικό της όργανο η Αυγή. Στην αγόρευσή του ο Βασιλικός Επίτροπος καταφέρθηκε κατά των κομμουνιστικών καθεστώτων, του διεθνούς κομμουνισμού καθώς επίσης και του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και ΚΚΕ. Στην αναφορά του στο πρόσωπο του Γλέζου, ζητά να μη καταδικαστεί για την υπόθεση της κατασκοπείας αλλά διότι γνώριζε και δεν ανέφερε. Στην δίκη αυτή την αδερφή του Μανώλη Γλέζου υπερασπίστηκε ο Νικηφόρος Μανδηλαράς.
Οι ποινές
Στις 22 Ιουλίου το Στρατοδικείο ανακοινώνει την απόφασή του για τις ποινές των κατηγορουμένων. Συγκεκριμένα:
Ο Βουτσάς και ο Τρικαλινός σε ισόβια δεσμά για κατασκοπεία
Ο Συγγελάκης και ο Καρκαγιάννης σε 11 χρόνια κάθειρξη και 5 χρόνια εκτόπιση
Ο Ραγουζαρίδης και ο Μανόλης Γλέζος σε 5 χρόνια φυλάκιση, 4 χρόνια εκτόπιση και 8 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Οι υπόλοιποι 9 απαλλάσσονται των κατηγοριών.
Τελικά ο Μ. Γλέζος απελευθερώθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1962 ως αποτέλεσμα της δημόσιας κατακραυγής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σημειώνεται ότι η Σοβιετική Ταχυδρομική Υπηρεσία εξέδωσε το Δεκέμβριο του 1959 αναμνηστική σειρά με ένα μόνο γραμματόσημο με προσωπογραφία του Μανόλη Γλέζου. Σε αντίδραση της συγκεκριμένης έκδοσης, η Ελληνική Κυβέρνηση εξέδωσε σειρά δύο γραμματοσήμων με τη προσωπογραφία του Ίμρε Νάγκι. Και οι δύο χώρες απέσυραν τις σειρές αμέσως.[7]
Μετά τη δίκη
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, ο Γλέζος επανεκλέχθηκε βουλευτής με το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ 1961. Στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Γλέζος συνελήφθη τα ξημερώματα, μαζί με το υπόλοιπο των πολιτικών ηγετών και κρατήθηκε επί τέσσερα έτη διαδοχικά στο Γουδί, το Πικέρμι, στη Γενική Ασφάλεια (Χωροφυλακής), τη Γυάρο, το Παρθένι Λέρου και τέλος στον Ωρωπό απ΄ όπου και απελευθερώθηκε το 1971 μετά από γενική αμνηστία. Ο συνολικός χρόνος παραμονής του Μανόλη Γλέζου στις φυλακές είναι 11 έτη και 4 μήνες, ενώ 4 έτη και 6 μήνες συμπλήρωσε στην εξορία.
1974-σήμερα
Ο Μανώλης αναλώθηκε σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να αναβιωθεί η ΕΔΑ, στην οποία ήταν γραμματέας έως το 1985 και Πρόεδρος, (μετά τον θάνατο του Ηλία Ηλιού) από το 1985 έως το 1989. Για ένα χρονικό διάστημα ανέλαβε πρόεδρος στην κοινότητα Απειράνθου, (της γενέτειράς του), όπου προσπάθησε να εφαρμόσει ένα τοπικό πείραμα δημοκρατίας σε επίπεδο βάσης. Κατόπιν, κατάργησε ουσιαστικά τα προνόμια του συμβουλίου και εισήγαγε ένα σύστημα με ένα «σύνταγμα» και μια τοπική συνέλευση που είχε το συνολικό έλεγχο της κοινοτικής διοίκησης.
Αυτό το πρότυπο λειτούργησε για αρκετά έτη, αλλά μακροπρόθεσμα το ενδιαφέρον των συγχωριανών του μειώθηκε και η συνέλευση εγκαταλείφθηκε. Στις βουλευτικές εκλογές του 1981 και του 1985, ο Γλέζος εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών, αυτή τη φορά με το ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ. Το 1984 έγινε μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 1985 εξελέγη βουλευτής Β΄ Πειραιώς επίσης με το ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ.
Στις 7 Απριλίου 1999 συμμετείχε στην αποστολή της ΑΕΚ στο Βελιγράδι, η οποία αγωνίστηκε εν μέσω βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ, απέναντι στην Παρτιζάν.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2000 εκλέχτηκε με το ψηφοδέλτιο του Συνασπισμού. Το 2002, διαμόρφωσε την πολιτική ομάδα Ενεργοί Πολίτες. Η πολιτική αυτή ομάδα σε συνεργασία με τον Συνασπισμό και άλλα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς, μέσω του ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές του 2004.
Στις 5 Μαρτίου του 2010, εξαιτίας του αναίτιου ψεκασμού με χημικές ουσίες στο πρόσωπό από αστυνομικούς των ΜΑΤ[8] κατά τη διάρκεια της απεργίας, ενάντια στα επιβαλλόμενα από την Ε.Ε. μέτρα που αποφάσισε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, παρουσίασε αναπνευστικά προβλήματα και υψηλή πίεση. Την επίθεση καταδίκασε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και άλλοι πολιτικοί.[9]. Ο Μανώλης Γλέζος μαζί με άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζονταν να αναρτήσουν πανό κοντά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.[10][11].
Συγγραφικό έργο
Επίσης συχνά γράφει άρθρα σε ελληνικές εφημερίδες από το 1942, και έχει δημοσιεύσει πέντε βιβλία στα ελληνικά:
Η ιστορία του βιβλίου (1974)
Από τη δικτατορία στη δημοκρατία (1974)
Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα (1977)
Η συνείδηση της πετραίας γης (1997)
Εθνική αντίσταση 1940-1945 (2006)
Διακρίσεις
Ο Μανώλης Γλέζος, το 1958, τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Δημοσιογραφίας και το 1959 με το χρυσό μετάλλιο Ζολιό Κιουρί του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης, συνέχεια αυτού λίγα χρόνια αργότερα του απονεμήθηκε το Βραβείο Ειρήνης Λένιν, το 1963. Επίσης του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου καθηγητή της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πάτρας το 1996 και του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2001. Στις 22 Ιανουαρίου 2008 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο Μανώλης Γλέζος είναι επίτιμος δημότης της Καντάνου στον νομό Χανίων. Εκτός από την πολιτική εργασία του, ο Γλέζος έχει εφεύρει ένα σύστημα για την αποτροπή των πλημμυρών, την καταπολέμηση της διάβρωσης και τη συντήρηση του υπόγειου νερού, το οποίο λειτουργεί με τη συλλογή του νερού της βροχής μέσα σε φρεάτια προκειμένου να το κατευθύνει στα υδροφόρα στρώματα.