Οι πύργοι έχουν πλάτος 6-7 μ., προέχουν κατά 4.20-6.00 μ. και φέρουν λαξευτή ταινία στις δύο ελεύθερες γωνίες. Το πιο βατό σημείο της θέσης, όπου καταλήγει ο τουρκικός δρόμος, είναι στη βόρεια πλευρά, όπου διακρίνονται μόνον ίχνη από το τείχος. Στη δυτική πλευρά διασώζονται δύο μικρές πυλίδες, η μία στη βορειοδυτική γωνία με πύργο στη μία της πλευρά, πλάτ. 1.60 μ., και μία νοτιότερα. Το ανατολικό σκέλος του τείχους, που σε ορισμένα τμήματα σώζεται σε ύψος έως 3 μ., είναι αρτιότερα οχυρωμένο με πυκνότερους πύργους και θλάσεις καθώς στο τμήμα αυτό το ύψωμα παρουσιάζει ηπιότερες κλίσεις. Συγχρόνως εδώ βρίσκεται η κύρια πύλη της ακρόπολης που προστατεύεται από έναν ισχυρό πύργο ενισχυμένο στο εσωτερικό με δύο ζεύγματα σε σχήμα σταυρού. Στην πλευρά του πύργου προς την είσοδο διατηρείται ένα μεγάλο ορθογώνιο άνοιγμα για την ασφάλιση της πύλης με τη βοήθεια δοκαριού. Λίγα μέτρα δυτικά της πύλης διασώζεται μία θλάση και ένας άλλος πύργος. Μία άλλη πιθανή πύλη υπήρχε στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου.
Στην οικοδόμηση του τείχους έχει χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας με λίθους κατά κανόνα ανισόπλευρους τετράπλευρους, ενώ δεν λείπει και το ακανόνιστο ισοδομικό. Μερικές φορές στη βάση του τείχους είναι τοποθετημένοι ορθογώνιοι λίθοι σαν ορθοστάτες. Το εσωτερικό είναι γεμισμένο με απελέκητους μικρούς και μεγάλους λίθους και ενισχυμένο με εγκάρσια ζεύγματα κατά αποστάσεις 2.50-5.00 μ.
Νεότερες επισκευές από ασβέστη δεν παρατηρούνται. Η χρήση δύο διαφορετικών συστημάτων τοιχοδομίας δεν πρέπει να οφείλεται σε διαφορετικές οικοδομικές φάσεις, αλλά στο διαθέσιμο υλικό και στη διάθεση για διακόσμηση κυρίως στην ανατολική, βατή πλευρά. Η ορατή πλευρά των λίθων παρουσιάζει το μόνιμο χαρακτηριστικό των τειχών της Ηπείρου, δηλ. κύρτωση, που αυξάνει βαθμιαία προς το κέντρο και προκαλεί εντύπωση ποικιλίας, ευρωστίας και αδρότητας. Η μορφολογία του τείχους είναι κοινή στο συντηρητικό πολιτισμό της Ηπείρου και δεν επιτρέπει ασφαλή χρονολόγηση της ακρόπολης, χρονολόγηση η οποία μπορεί να καθορισθεί με άλλα κριτήρια. Στο εσωτερικό του τείχους διακρίνονται ίχνη αρχαιότερου οχυρωματικού περιβόλου ακρόπολης η οποία είχε εμβαδόν 36,5 στρέμματα. Έχουν διαπιστωθεί επίσης σποραδικά ίχνη αρχαίων κτηρίων και τέσσερις δεξαμενές για τη συγκέντρωση νερού απαραίτητου σε καιρό πολιορκίας. Από αυτές μία τετράγωνη δεξαμενή, αν και δείχνει πως κατασκευάστηκε από τους Τούρκους, έχει χαμηλότερα αρχαίους τοίχους, ίσως ρωμαϊκών χρόνων. Από τις δύο κυκλικές δεξαμενές μία είναι αμφιβόλου εποχής, ενώ η άλλη θεωρείται αρχαία λόγω της κατασκευής από λίθους μετρίου μεγέθους άλλοτε με ισοδομικό και άλλοτε με πολυγωνικό τρόπο χωρίς χρήση ασβέστου για συνδετική ύλη. Εξωτερικά, γύρω από το στόμιό της, διαγράφονται ίχνη τοίχων, που θα αποτελούσαν το προστομιαίο ή την περίφραξή της. Σε μία άλλη ακόμη δεξαμενή έχει διαπιστωθεί εσωτερικά παχύ επίχρισμα ασβεστοκονιάματος. Στο εσωτερικό του τείχους συναντώνται επίσης κτήρια και εκτεταμένες οχυρώσεις της περιόδου των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), όταν κατασκευάστηκαν με σκυροκονίαμα ισχυρά οχυρωματικά έργα από το στρατηγό Von Golez και τον αρχηγό του οθωμανικού πυροβολικού Βεχήπ Βέη. Η θεμελίωση των πολυβολείων είχε διαταράξει τις αρχαίες επιχώσεις.
Ωστόσο, κατά την ανασκαφική έρευνα της ΙΒ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων βρέθηκαν τμήματα οικιών που χρονολογούνται στους ελληνιστικούς χρόνους. Συγκεκριμένα, στο κέντρο περίπου της ακρόπολης αποκαλύφθηκε τμήμα ενός κτηρίου (κτήριο Α), μάλλον οικίας, που διατηρείται στο επίπεδο της θεμελίωσης από ακανόνιστες λιθοπλίνθους, με χρηστική κεραμική, νομίσματα και εργαλεία του 3ου έως α΄ μισό 2ου αι. π.Χ., καθώς και θραύσματα ενσφράγιστων κεράμων κορινθιακού και λακωνικού τύπου. Τα κινητά ευρήματα είναι ενδεικτικά για τη χρονολόγηση χρήσης και εγκατάλειψης του κτηρίου το οποίο φαίνεται ότι καταστράφηκε γύρω στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Βρέθηκαν επίσης οι περιμετρικοί τοίχοι ενός ορθογώνιου κτηρίου (κτήριο Β ) (διαστ. 35 x 17 μ.) στο βορειοδυτικό τμήμα του οποίου εντοπίσθηκαν πέντε εσωτερικοί χώροι. Η τοιχοδομία του κτηρίου, που εδράζεται πάνω στο φυσικό βράχο, είναι κατασκευασμένη από ανισομεγέθεις λιθοπλίνθους. Το κτήριο έχει δύο οικοδομικές φάσεις, όπως υποδεικνύουν τα κινητά ευρήματα, μεταξύ των οποίων ενσφράγιστα θραύσματα κεράμων στέγης, νομίσματα και σιδερένια εργαλεία.
Η α΄ οικοδομική φάση τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. έως τον 1ο αι. μ.Χ., ενώ συναντώνται και ίχνη μεταγενέστερης χρήσης του χώρου (κιβωτιόσχημοι τάφοι μεσαιωνικών χρόνων με πέντε ταφές). Η περίμετρος του κτηρίου Β, τμήματα του οποίου ανασκάφηκαν, ορίζει ένα οικοδομικό τετράγωνο της αρχαίας ακρόπολης, στο οποίο περιλαμβάνονται μία ή δύο οικίες. Η καταστροφή του κτηρίου, όπως και όλης της ακρόπολης, συνδέεται με τη καταστροφή της Ηπείρου το 167 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα τα οποία με απόφαση της ρωμαϊκής Συγκλήτου κατέστρεψαν 70 πόλεις, τις περισσότερες μολοσσικές, και οδήγησαν ως δούλους στην Ιταλία 150000 νέους και νέες για να κοσμήσουν το θρίαμβο του Αιμιλίου Παύλου.
Στους χρόνους του Αυγούστου τοποθετείται η επαναχρησιμοποίηση του χώρου, πιθανόν ως έδρα τοπικού διοικητή. Οι μεσαιωνικές ταφές, που αποκαλύφθηκαν ανάμεσα στα αρχαία ερείπια και τα μεταγενέστερα επί τουρκοκρατίας οχυρωματικά έργα, είναι ενδεικτικές για τη διαχρονική εγκατάσταση στο χώρο και τη μεγάλη στρατηγική σημασία της θέσης. Εμπρός από τη βόρεια πύλη του τείχους, στη φυσική κλίση της πλαγιάς, έχουν διαπιστωθεί από τον Σ. Δάκαρη κατάλοιπα διαμόρφωσης κοίλου ιδιότυπου θεάτρου, διαμέτρου περίπου 50 μ., που πιθανόν έφερε ξύλινα ικριώματα. Δεν αποκλείεται επίσης η ύπαρξη αγοράς στο εσωτερικό της ακρόπολης και γυμνασίου, όπως υποδεικνύει αναθηματική επιγραφή, στην οποία αναφέρεται κάποιος Αντιγονεύς αγωνοθέτης.