Πρόταση για να ξεπεραστούν τα προβλήματα από την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των περιφερειακών πανεπιστημίων κατατέθηκε από τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Τριαντάφυλλο Αλμπάνη κατά την διάρκεια της Συνόδου που ολοκληρώθηκε στην πόλη.
Η πρόταση έγινε αποδεκτή από τη Σύνοδο, συγκροτήθηκε τεχνική επιτροπή για να προχωρήσει στην περαιτέρω επεξεργασία ώστε να κατατεθεί στο Υπουργείο.
Τα βασικά σημεία της πρότασης, όπως δημοσιοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, είναι τα ακόλουθα:
Αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο για τη χώρα το υψηλό ποσοστό πτυχιούχων στον πληθυσμό της χώρας. Αυτό το ποσοστό είναι πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο των 27 χωρών της ΕΕ.
Η εφαρμογή της ΕΒΕ άφησε σε πρώτη φάση περίπου 18.500 υποψηφίους φοιτητές εκτός των Δημοσίων Πανεπιστημίων και περίπου 50 νέα Τμήματα, κυρίως στην Περιφέρεια, χωρίς ικανό αριθμό φοιτητών και φοιτητριών παρά τη στελέχωσή τους, τις σημαντικές υποδομές και τα αναβαθμισμένα προγράμματα σπουδών.
Από την άλλη πλευρά, αν εφαρμοσθούν οι προτάσεις των Τμημάτων των Πανεπιστημίων προς το ΥΠΑΙΘ, ως προς τον αριθμό των εισακτέων που αιτούνται, τότε ακόμη μεγαλύτερος αριθμός υποψηφίων θα μείνει εκτός των Πανεπιστημίων.
Η υφιστάμενη κατάσταση και η πραγματικότητα των Πανεπιστημίων σήμερα έχει ως εξής:
Ο μέσος όρος του λόγου Φοιτητών και Φοιτητριών/Καθηγητή για τα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι 40 (στοιχεία ΕΘΑΑΕ 2020), ενώ για ορισμένα Τμήματα Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών καθώς και Τεχνών αγγίζει το 65.
Για την ορθολογική κατανομή του αριθμού των υποψηφίων και τη λειτουργικότητα των Τμημάτων των Πανεπιστημίων της Περιφέρειας προτείνεται να ληφθεί υπόψη η αναλογία φοιτητών και φοιτητριών/καθηγητή, με βάση τον βαθμό εργαστηριακότητας των Τμημάτων, την ασφάλεια της εργαστηριακής εκπαίδευσης ανάλογα με τη φύση της επιστήμης καθώς και τις διαθέσιμες εκπαιδευτικές υποδομές.
Συγκεκριμένα, σήμερα στα εργαστηριακά – κλινικά Τμήματα φοιτά περίπου το 45% των φοιτητών και φοιτητριών (Μηχανικών 20,9%, Θετικών Επιστημών 9,5%, Υγείας 7,9%, Γεωπονικών 4,0% και Πληροφορικής 3,9%) ενώ στις Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες και Τέχνες το 55% των φοιτητών και φοιτητριών.
Προτείνεται ο αριθμός εισακτέων στα Τμήματα να προκύπτει με βάση τον βαθμό εργαστηριακότητας των Τμημάτων, την ασφάλεια των εργαστηρίων ανάλογα με τη φύση της επιστήμης καθώς και τις διαθέσιμες εκπαιδευτικές υποδομές. Στα εργαστηριακά Τμήματα η κατανομή εισακτέων να ξεκινά με το λόγο 12/1 (Φ/Κ) και να διαμορφώνεται μέχρι 50/1 (Φ/Κ) για τις θεωρητικές επιστήμες.
Η συγκεκριμένη πρόταση αφορά στον εξορθολογισμό της αναλογίας Φ/Κ (διδασκόμενου/καθηγητή) και συναντά την ποιότητα εκπαίδευσης με ιδιαιτερότητες ανά Τμήμα ή Σχολή. Αυτό το πρόταγμα αποτελεί προτεραιότητα σε όλο το χώρο της διεθνούς ακαδημαϊκής πραγματικότητας.
Ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί για τα νέα Τμήματα των Περιφερειακών Πανεπιστημίων για τα οποία προτείνεται να θεσμοθετηθεί το σύστημα επιλαχόντων, ώστε να διατηρείται ο ελάχιστος δυνατός αριθμός φοιτητών και φοιτητριών που θα διασφαλίζει την λειτουργικότητά τους, αλλά και τη συμβολή τους στην εκπαίδευση των νέων της χώρας.
Το πρόταγμα, φυσικά, δεν είναι να υπάρξουν εισακτέοι που η βαθμολογία τους καταδεικνύει απόλυτη αποστασιοποίηση από τη γνώση που αφορά στο πεδίο που εξετάζονται (δηλ. φοιτητές και φοιτήτριες με βαθμολογία 1-2), αλλά εισακτέοι που η βαθμολογία τους στις Πανελλήνιες Εξετάσεις πλησιάζει τη “βάση” (8-9).
Η διαμόρφωση της βάσης είναι εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα. Αποτελεί τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά ευαίσθητο δείκτη απολύτως ρευστό και εξαρτώμενο από τις εκάστοτε συνθήκες. Με αναφορά στην ανωτέρω τοποθέτηση προτείνεται στη Σύνοδο η συγκρότηση επιτροπής από τους Αντιπρυτάνεις Ακαδημαϊκών Θεμάτων όλων των Ιδρυμάτων της χώρας ώστε, από τα διαθέσιμα στοιχεία, να υποβληθεί μια τεκμηριωμένη πρόταση προκειμένου η κατανομή φοιτητών και φοιτητριών ανά Τμήμα να γίνει με ενιαίο και λειτουργικό τρόπο, αποτυπώνοντας μια ρεαλιστική “λύση”.
Σε συνέχεια της ανωτέρω πρότασης, η Σύνοδος, στο πλαίσιο των εργασιών της, προχώρησε στη συγκρότηση σχετικής επιτροπής για την υποβολή τεκμηριωμένης εισήγησης σύμφωνα με τα στοιχεία όλων των Πανεπιστημίων.
Οι διαστάσεις μιας τέτοιας πρότασης αποτυπώνουν την ανάγκη για τη στρατηγική ανάπτυξη του Πανεπιστημίου που επιτρέπει τη συνάντηση μιας “διαχειριστικής” πρότασης με το όραμα για το αύριο της Ανώτατης Εκπαίδευσης συνδέοντας το ρόλο των Πανεπιστημίων με την ανάπτυξη της χώρας.
Ολοκληρώνοντας την εισήγησή μου και με πρόταγμα την εκπαίδευση των νέων και το ρόλο των Ελληνικών Πανεπιστημίων στην έρευνα και την ανάπτυξη, προτείνεται η κατάργηση της ΕΒΕ. Η όποια προσπάθεια θεραπείας των προβλημάτων που προκαλεί η εφαρμογή της, κάνει τα πράγματα πιο περίπλοκα, δημιουργώντας δευτερογενή ακαδημαϊκά προβλήματα. Επιπλέον, συμβάλλει και συχνά παράγει ή αναπαράγει ένα ακαδημαϊκά και εκπαιδευτικά λανθασμένο “αυτονόητο”, ότι η ΕΒΕ προσδιορίζει αναπόδραστα και σχεδόν μονοσήμαντα την επιτυχία και την εμπλοκή των φοιτητών και φοιτητριών με τη γνώση, τις κατανοήσεις και τις δεξιότητες που μπορούν να κατακτήσουν κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Η ΕΒΕ, σαφώς και με κανέναν τρόπο, δεν αποτυπώνει το επίπεδο των πραγματικών γνώσεων των υποψηφίων.
Η τοποθέτησή μου αφορά στην αναγκαιότητα της άμεσης αναζήτησης μια νέας πρότασης για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια με όρους που επιτρέπουν να σκεφτούμε ως ακαδημαϊκοί, διαφοροποιούμενοι από “ιδεολογήματα” και αποστασιοποιημένοι από απλοϊκά αφηγήματα.