του Γιάννη Βαρουφάκη
Άλλη μια φορά, οι ηγέτες της Ευρωζώνης κατήργησαν στην πράξη τα όποια οφέλη υποσχέθηκε μια πρότερη απόφασή τους σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής.
Θυμάστε τον περασμένο Ιούνιο πως οι πρωθυπουργοί της Ιταλίας και της Ισπανίας, επικουρούμενοι από τον νεο-εκλεγέντα, τότε, γάλλο Πρόεδρο, έδωσαν τον ευγενή αγώνα για να γίνει αποδεκτή η αρχή της αποσύνδεσης της κρίσης δημόσιου χρέους από την τραπεζική κρίση;
Σε πείσμα της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία φάνηκε να υποχωρεί, οι κκ. Monti, Rajoy και Hollande «πέρασαν» την απλή ιδέα της άμεσης επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από το EFSF-ESM, χωρίς την καταγραφή αυτών των κεφαλαίων στο δημόσιο χρέος των χωρών όπου εδράζουν οι εν λόγω τράπεζες. Βέβαια, για να συμβεί αυτό, έπρεπε (όπως είναι θεμιτό) η επιτήρηση των τραπεζών να φύγει από τους εθνικούς θεσμούς και να μεταφερθεί στο «κέντρο», π.χ. στην ΕΚΤ, στην EBA (European Banking Authority) και στο ίδιο το EFSF-ESM.
Τους μήνες που ακολούθησαν την σημαντική αυτή απόφαση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκπόνησε μελέτη του πως μπορεί να μπει μπρος η ευρωπαϊκή επιτήρηση από το 2013 ώστε να ξεκινήσει, όσο ταχύτερα γίνεται, η εφαρμογή της απόφασης του Ιουνίου. Όμως, από τον Αύγουστο, η γερμανική κυβέρνηση εξέπεμψε (με άρθρο του Υπουργού Οικονομικών της στους Financial Times) το πρώτο κεκαλυμμένο μήνυμα, προς όποιον ήθελε να ακούσει, ότι ετοιμαζόταν για την ρεβάνς – ότι, με απλά λόγια, θα έβρισκε τρόπο να καταργήσει στην πράξη την απόφαση της Συνόδου του Ιουνίου, την οποία η κα Μέρκελ είχε αναγκαστεί να αποδεχθεί μετά την δημιουργία του μετώπου Monti-Rajoy-Hollande.
Πως θα την καταργήσει; Αρνούμενη την υπαγωγή όλων των τραπεζών της Ευρωζώνης σε καθεστώς επιτήρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση (είτε από την ΕΚΤ είτε από μια ομοσπονδιακή European Banking Authority – η οποία, έως σήμερα, παραμένει μια συνομοσπονδία άνευ ουσιαστικής ικανότητας ελέγχου και επιτήρησης των τραπεζών). Τα επιχειρήματα της γερμανικής πλευράς εμφανίζονται να έχουν μόνο τεχνικό χαρακτήρα, επικεντρωνόμενα στο κατά πόσον είναι εφικτό να ελέγχονται 6000 τράπεζες κεντρικά πριν περάσει τουλάχιστον μια πενταετία. Η ουσία όμως έγκειται αλλού: Πρώτον, και βασικότερο, η γερμανική κυβέρνηση το φυσάει και δεν κρυώνει ότι στην Σύνοδο του Ιουνίου οι «λατίνοι» συνασπίστηκαν και την ανάγκασαν να αποδεχθεί κάτι (την de facto τραπεζική ένωση στην Ευρώπη) την οποία εκείνη δεν ήθελε, ή δεν ήταν έτοιμη ακόμα να αποδεχθεί. Δεύτερον, οι γερμανικές τράπεζες δεν δέχονται επ’ ουδενί τον έλεγχο από οποιονδήποτε άλλο μη-γερμανικό κρατικό θεσμό. Ο λόγος; Επειδή τρέμουν μήπως αποκαλυφθεί η κεφαλαιακή τους γύμνια (κάτι που το γερμανικό κράτος δεν πρόκειται να αποκαλύψει ποτέ.)
Για αυτούς τους δύο λόγους, η κυβέρνηση του Βερολίνου έχει βαλθεί, τις τελευταίες δύο εβδομάδες να μπλοκάρει την οποιαδήποτε κίνηση προς την κατεύθυνση του ουσιαστικού κεντρικού ελέγχου των τραπεζών της Ευρωζώνης. Δεδομένου ότι αυτός ο ουσιαστικός, κεντρικός έλεγχος των τραπεζών ήταν ο όρος που έθεσε η ίδια η Γερμανία για την εφαρμογή της Συμφωνίας του Ιουνίου (σχετικά με την αποσύνδεση της τραπεζικής κρίσης από την κρίση δημόσιου χρέους – βλ. πρώτη παράγραφο), είναι ξεκάθαρο ότι η Γερμανία πασχίζει, και καταφέρνει, να αποτρέψει την Συμφωνία του Ιουνίου με αποτέλεσμα τα 100 δις ευρώ που θα χρειαστούν οι ισπανικές τράπεζες άμεσα να καταλήξουν να προστεθούν στο βουνό του ισπανικού δημόσιου χρέους, καταδικάζοντας την Ισπανία στην δική μας, ελληνική, μοίρα.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, θα θυμάστε ότι ο κ. Draghi, ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, τάραξε τα νερά ανακοινώνοντας ότι είναι έτοιμος να δώσει εντολή απεριόριστων αγορών Ισπανικών (και Ιταλικών) ομολόγων (στη δευτερογενή αγορά) εφόσον η χώρα το ζητήσει και δεσμευτεί σε ένα «πρόγραμμα προσαρμογής», δηλαδή σε ένα Μνημόνιο-αλα-ελληνικά, το οποίο θα εποπτεύει η τρόικα (ίσως χωρίς την συμμετοχή του ΔΝΤ). Αμέσως, οι αγορές ανακουφίστηκαν και τα ισπανικά spreads υποχώρησαν. Ο λόγος είναι ότι φαντάστηκαν (λανθασμένα) πως ο συνδυασμός της Συμφωνίας του Ιουνίου (που θα ανακούφιζε πολύ το ισπανικό δημόσιο χρέος, καθώς δεν θα καταγράφοναν σε αυτό τα κεφάλαια που θα πάρουν οι τράπεζες της χώρας από το EFSF-ESM) με τις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ θα έθεταν την Ισπανία σε ένα βιώσιμο μονοπάτι.
Είχα προειδοποιήσει (ελκύοντας τις γνωστές κατηγορίες ότι «καταστροφολογώ») πως δεν θα εξελιχθούν τόσο ομαλά τα πράγματα. (Βλ. σχετικό άρθρο στα αγγλικά σε τρία μέρη: Μέρος Α, Μέρος Β, Μέρος Γ). Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι μεγάλες προσδοκίες για μια πιο ορθολογική ευρωπαϊκή αντιμετώπιση της Ισπανίας, και της Κρίσης γενικότερα, δεν είχαν λάβει υπ’ όψη την βούληση της Γερμανίας να ανατρέψει αυτό τον ενάρετο συνδυασμό (Συμφωνίας Ιουνίου και νέας πολιτικής της ΕΚΤ). Σήμερα, εξελίσσεται το εξής δράμα: Όπως εξήγησα πιο πάνω, η Γερμανία παίρνει πίσω (έμμεσα πλην σαφέστατα) την υπογραφή της από την Συμφωνία του Ιουνίου που θα έβλεπε το ισπανικό δημόσιο χρέος να αποσυνδέεται από τις ζημίες των ισπανικών τραπεζών. Η ισπανική μεριά, ο κ. Rajoy, αντιδρά (με το δίκιο του) αρνούμενος να αιτηθεί την σύναψη Ισπανικού Μνημονίου (μετά τροϊκανών, περιοδικών επισκέψεων κλπ κλπ) που απαιτεί η ΕΚΤ του κ. Draghi για να αρχίσει να αγοράζει ισπανικά ομόλογα έως ότου η Ευρώπη (δηλαδή η Γερμανία εν προκειμένω) εφαρμόσει την Συμφωνία του Ιουνίου.
Πρόκειται για ένα παίγνιο υψηλότατου ρίσκου για ολόκληρη την Ευρώπη το οποίο αυτή την στιγμή επικεντρώνεται στην διελκυστίνδα μεταξύ Βερολίνου και Μαδρίτης: το Βερολίνο τραβάει το σχοινί αρνούμενο την τραπεζική ένωση (χωρίς την οποία η Ισπανία θα βουλιάξει) και η Μαδρίτη τραβάει το ίδιο σχοινί από την άλλη μεριά αρνούμενη να ενεργοποιήσει την νέα στρατηγική της ΕΚΤ στην δευτερογενή αγορά ομολόγων (χωρίς την οποία το ευρω θα διαλυθεί γρήγορα – σύμφωνα με τα λεγόμενα του Προέδρου της ΕΚΤ σε λόγο που έβγαλε στις 8 Αυγούστου).
Μια απλή διέξοδος
Εδώ και δύο χρόνια έχουν κατατεθεί πλειάδα προτάσεων για την έξοδο από την Κρίση του Ευρώ (την δική μας την γνωρίζουν οι αναγνώστες του protagon καλύτερα απ’ ότι ίσως θα ήθελαν!). Όλες αυτές οι προτάσεις προσκρούουν στις αντιρρήσεις της Γερμανίας. Η Συμφωνία του Ιουνίου, μαζί με την προσφάτως εξαγγελθείσα πολιτική της ΕΚΤ, αποτελούν το ελάχιστο που χρειάζεται για την μη-κατάρρευση της Ευρωζώνης. Όχι για την επίλυση της Κρίσης (καθώς η επίλυση χρειάζεται πολλά περισσότερα) αλλά για την συγκράτησή της σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Κι όμως. Είναι πλέον οφθαλμοφανές ότι η γερμανική ηγεσία ούτε αυτό το ελάχιστο δεν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί. (Δείτε εδώ για την απελπισμένη γνώμη του καλού γερμανού δημοσιογράφου Wolfgang Munchau για τα αίτια αυτής της άρνησης.)
Και τώρα τι; Καιρό τώρα ακούμε να μας λένε ότι η Ελλάδα πρέπει να βγει από το ευρώ. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό για την χώρα μας αλλά και το έναυσμα για την τελική αποδόμηση της Ευρωζώνης. (Σημ. Αν μπορούσαν να μας διώξουν κρατώντας ανέπαφη την υπόλοιπη Ευρωζώνη, θα το είχαν πράξει χωρίς δεύτερη συζήτηση σταματώντας την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες μέσω του ELA). Ο λόγος είναι απλός: Μια ελλειμματική χώρα δεν θα φύγει από το ευρώ ποτέ μόνη της, καθώς γνωρίζει ότι ανακοινώνοντας την δημιουργία νέου νομίσματος, το οποίο δεν θα είναι έτοιμο για μήνες (το οποίο το δημιουργεί για να το υποτιμήσει), ουσιαστικά καλεί όλους, έλληνες και μη, να σπεύσουν στην «έξοδο», αφού ρευστοποιήσουν ό,τι περιουσιακό στοιχείο έχουν. Μόνο τανκς στους δρόμους και κλείσιμο των συνόρων (που ισοδυναμεί με έξοδο από την ΕΕ) μπορεί να φέρει μια τέτοια ανακοίνωση (κάτι που μόνο να το πει χρειάζεται κανείς για να καταλάβει τι καταστροφή θα ήταν μια τέτοια κίνηση). Παράλληλα, αν η Ευρώπη εκπαραθυρώσει μια ελλειμματική χώρα, τότε αμέσως, την ίδια μέρα, μια σειρά από άλλες χώρες καταρρέουν διαδοχικά και αναγκάζονται να υψώσουν τείχη για να αποτρέψουν την φυγή των δικών τους κεφαλαίων στο εξωτερικό. (Είναι ο λόγος που η Γερμανία διστάζει να μας διώξει από την οικογένεια του ευρώ.)
Περιληπτικά, καμία ελλειμματική χώρα-μέλος της Ευρωζώνης ούτε θα επιλέξει να φύγει, ούτε και θα εκδιωχθεί (εφόσον ο στόχος είναι η διατήρηση της Ευρωζώνης). Όμως, το ίδιο δεν ισχύει με μια πλεονασματική χώρα. Π.χ. την… Γερμανία. Έστω ότι η Γερμανία ανακοίνωνε την έξοδό της από την Ευρωζώνη, σε μια προσπάθεια να πάψει να μοιράζεται με χώρες όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία κλπ το νόμισμά της. Τι θα συνέβαινε; Από τη μία, αντίθετα με μια υπό έξοδο ελλειμματική χώρα, ξένα κεφάλαια θα «εισέβαλαν» στις γερμανικές τράπεζες (ακόμα πιο γρήγορα από τώρα) δίνοντας στην γερμανική κυβέρνηση άπλετο χρόνο για να δημιουργήσει το νέο της μάρκο, και να εντάξει σε αυτό όποιες άλλες χώρες εκείνη κρίνει ότι θέλει υπό την ομπρέλα του νομίσματός της (π.χ. Ολλανδία, Σλοβακία, Αυστρία, ίσως και Φινλανδία, Πολωνία κλπ). Από την άλλη, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το φάσμα της υπερτίμησης του νέου νομίσματος, όπως κάνει σήμερα η Ελβετία (που παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατήσει την ισοτιμία φράγκου και ευρώ στα 1,2).
Μια τέτοια ιδέα, εξόδου της Γερμανίας από το ευρώ, δεν είναι κάτι το νέο. (Τον Αύγουστο του 2010 έγραφα σε αυτές τις σελίδες ότι η γερμανική ελίτ δεν είχε αποκλείσει την «απόδραση» από την Ευρωζώνη.) Αυτό που είναι νέο είναι ότι η Bundesbank, η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας, ιδίως υπό τον Πρόεδρό της κ. Jens Weideman, έχει ανακυρηχθεί στον Μωυσή της Απόδρασης και την Επιστροφής στο Μάρκο. Μπορεί ακόμα να υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις από τους γερμανούς βιομήχανους, όμως σε σχέση με πέρσι και πρόπερσι οι φωνές που ζητούν την έξοδο της Γερμανίας από το ευρώ ενισχύονται ενώ οι φιλο-ευρωπαϊστές χάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της δυναμικής τους. Παράλληλα, η υπόλοιπη Ευρωζώνη, πλην της Γαλλίας (που πάντα ονειρευόταν να βρίσκεται στην ζώνη του μάρκου, σχεδιάζοντας το ευρώ έτσι ώστε να αποτελεί την μετεμφίεση του γερμανικού νομίσματος), δεν θα έβλεπε με καθόλου κακό μάτι μια γερμανική έξοδο. Το ευρώ θα υποτιμάτο άμεσα, μειώνοντας την πραγματική αξία των χρεών της Περιφέρειας και δίνοντας μεγάλη ώθηση στις εξαγωγές προς την νέα γερμανική «ζώνη» και τον υπόλοιπο κόσμο. Επί πλέον, φανταστείτε πόσο πιο απλό θα ήταν να συμφωνηθούν μέτρα και πολιτικές σε Ευρωγκρουπ αν από αυτό έλειπαν Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία και Φινλανδία. Ο μεγάλος πληθωρισμός, για κάποια χρόνια, θα φάνταζε ως ελάχιστο αντίτιμο για την λήξη της σκοτοδίνης που σήμερα αποτελεί την πραγματικότητά μας.
Η μέση λύση
Ο λόγος που η κα Μέρκελ δεν θέλει να συμβαδίσει με την Bundesbank σε αυτόν τον αποσχιστικό δρόμο είναι διπλός. Πρώτον, επειδή μια γερμανική έξοδος θα μείωνε πολύ όχι μόνο τις εξαγωγές των γερμανικών επιχειρήσεων αλλά και την αξία των περιουσιακών στοιχείων που διαθέτουν γερμανοί πολίτες στις χώρες της Ευρωζώνης. Πράγματι, μια μείωση της αξίας του ευρώ σε σχέση με το μάρκο θα εξαφάνιζε εν μία νυκτί μεγάλο μέρος της περιουσίας εταιρειών όπως η Volkswagen (καθώς η Seat θα έχανε έως και το 40% της αξίας της), η Deutsche Telekom (της οποίας οι θυγατρικές στην Ιταλία, στην Ελλάδα κλπ θα έχαναν αντόιστοιχα μεγάλη αξία) κλπ. Δεύτερον, τα μεγάλα νομικά προβλήματα που θα επέφερε μια έξοδος της Γερμανίας από την Ευρωζώνη.
Χαρακτηριστικά, ο Wolfgang Munchau μου έλεγε πρόσφατα ότι οι συνεργάτες του βρήκαν πως η οποιαδήποτε έξοδος από το ευρώ θα σήμανε την παραβίαση χιλίων είκοσι τριών ευρωπαϊκών νόμων! Δεν θα πείραζε την Γερμανία να παραβιάσει η Ελλάδα, λόγου χάρη, τόσους νόμους (καθώς θα το χρησιμοποιούσε ως ένα ακόμα επιχείρημα ότι οι Έλληνες δεν «άξιζαν» την ιδιότητα του μέλους της Ευρωζώνης). Όμως, δεδομένης της γερμανικής προσήλωσης στους νόμους, δεν θα ήταν εύκολο για καμία γερμανική κυβέρνηση να πάρει την δύσκολη απόφαση της εξόδου. Τι θα έκανε, π.χ., με την ΕΚΤ, την κεντρική τράπεζα του ευρώ, που βρίσκεται στην Φραγκφούρτη; Θα την απέλαυνε;
Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι ανάγκη η Γερμανία ούτε να παραβιάσει το ευρωπαϊκό δίκαιο ούτε και να αποσχιστεί, επίσημα, από την ΕΚΤ. Θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο που μια ελλειμματική χώρα, όπως η Ελλάδα, δεν μπορεί να κάνει: να εισάγει ένα δεύτερο, παράλληλο νόμισμα για συναλλαγές με το γερμανικό δημόσιο. Αν εισήγαγε η ελληνική κυβέρνηση ένα τέτοιο παράλληλο νόμισμα, το εγχείρημα θα αποτύγχανε καθώς κανείς μας δεν θα ήθελε να το κρατά στα χέρια του, γνωρίζοντας καλά ότι θα υποτιμάτο εκθετικά κάθε λεπτό της ώρας που περνά. Όμως, ένα τέτοιο, δεύτερο, παράλληλο νόμισμα στην Γερμανία θα γινόταν ανάρπαστο – ιδίως αν το ονόμαζαν μάρκο.
Μάρκο και ευρώ θα μπορούσαν, πράγματι, να κυκλοφορούν δίπλα-δίπλα, δίνοντάς την δυνατότητα στην Γερμανία να ακολουθεί την δική της, σφικτή, νομισματική πολιτική (κάτι που θα αύξανε την ισοτιμία μάρκου-ευρώ) και, παράλληλα, στην ΕΚΤ να εφαρμόζει την δική της πολιτική. Σταδιακά, αλλά σίγουρα, οι συναλλαγές στην Γερμανία θα γίνονταν όλο και περισσότερο με μάρκα. Όταν έλληνας ή ισπανός θα στέλνει τα χρήματά του σε γερμανική τράπεζα, αυτά θα καταγράφονται ως ευρώ και θα μετατρέπονται σε μάρκα ανάλογα με την ισχύουσα την στιγμή εκείνη ισοτιμία. Ουσιαστικά, η Γερμανία τίθεται εκτός ευρώ χωρίς να αποχιστεί επισήμως από την Ευρωζώνη (π.χ. παραμένοντας ακόμα και εντός του συστήματος εσωτερικών πληρωμών της ΕΚΤ – του Target 2 – με όλο και μειούμενη παρουσία εντός του συστήματος της ΕΚΤ καθώς το ποσοστό των συναλλαγών μεταξύ γερμανικών τραπεζών και του «έξω κόσμου» μεταφέρεται στην σφαίρα του μάρκου).
Συμπέρασμα
Είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Γερμανία δεν φαίνεται διατεθειμένη να πράξει τα ελάχιστα που απαιτούνται για να σταματήσει η αποδόμηση της Ευρωζώνης. Τα περιθώρια μιας ορθολογικής συμφωνίας μεταξύ των δέκα επτά κρατών-μελών έχουν εξαφανιστεί. Το μόνο που κάνουμε τώρα είναι να διαχειριζόμαστε από κοινού μια βασανιστικά αργή δυσ-θανασία. Τώρα μάλιστα που το «κίνημα» για επιστροφή της Γερμανίας στο μάρκο έχει πλέον ηγέτη τον Πρόεδρο της κραταιάς Bundesbank, ένα «βελούδινο διαζύγιο» είναι ίσως η μόνη λύση. Κακή λύση αλλά όχι χειρότερη αυτού που βλέπουμε μπροστά μας, έτσι όπως πορευόμαστε. Η έκδοση ενός παράλληλου γερμανικού νομίσματος (το οποίο μπορεί να είναι και, στην αρχή, μόνο ψηφιακό – και να χρησιμοποιείται π.χ.μόνο σε συναλλαγές με κάρτες ή μέσω web-banking) θα διευκόλυνε την μετάβαση σε μια Ευρωζώνη στην οποία ο ρόλος της Γερμανίας θα μειώνεται σταδιακά μεν γοργά δε. Το κλειδί μιας τέτοιας εξέλιξης όμως βρίσκεται στο Παρίσι και όχι στο Βερολίνο, καθώς οι γαλλικές ελίτ ήταν εκείνες που ήθελαν διακαώς να προσδέσουν την γαλλική αγορά εργασίας στο μάρκο. Αυτή είναι όμως μια άλλη ιστορία…
ΠΗΓΗ: protagon.gr
Το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη “Κρίσης λεξιλόγιο” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.