Στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής Εμανουέλε Γκράτσι θα επισκεφθεί τον Έλληνα πρωθυπουργό και ξυπνώντας τον θα του επιδώσει τελεσίγραφο σύμφωνα με το οποίο η Ιταλία, προκειμένου να αισθανθεί ασφαλής, απαιτούσε να καταλάβει βάσεις και άλλα σημεία του ελληνικού εδάφους – όσα θα έκρινε ότι θα χρειαζόταν ως το τέλος της παγκόσμιας σύρραξης. Ο Ιωάννης Μεταξάς θα απορρίψει αμέσως το τελεσίγραφο, λέγοντας: «Alors, c’est la guerre. Λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Η Ελλάδα είναι πλέον σε πόλεμο με την Ιταλία, έναν πόλεμο στον οποίο θα πάρει μέρος με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού ο Οδυσσέας Ελύτης, κινδυνεύοντας να πεθάνει από βαρύ τύφο.
«Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήταν μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με το ζώο για να βρεθώ σε βατό δρόμο και να διακομισθώ στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου». Έτσι θα περιγράψει ο Ελύτης, μια εικοσαετία και πλέον αργότερα, σε συνέντευξή του στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», το 1962, την οδυνηρή περιπέτεια του πολέμου, αλλά και τη νικηφόρα προσπάθειά του να κρατηθεί στη ζωή.
Ο Ελύτης πήρε εξιτήριο τον Απρίλιο του 1941, έκλεινε τότε τα τριάντα του χρόνια, αλλά η φωτιά του αλβανικού μετώπου δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη του. Το 1945 θα δημοσιεύσει στο περιοδικό «Τετράδιο» την ποιητική σύνθεση «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», που θα αποτελέσει, όπως μας προετοιμάζει ο τίτλος, την ωδή για τον θρίαμβο της Ελλάδας στη σύγκρουσή της με τον ιταλικό στρατό, αλλά και την ελεγεία για το άλγος των πεσόντων και για τη χαμένη νιότη:
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
Καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,
Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ’ ουρανού,
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί στα πόδια του βουνού,
Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,
Τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα,
Πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,
Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια
Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου,
Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
Και να με ποιον τρόπο η ευδία, η ευεργεσία της φύσης και η χαρά της γης και του ουρανού θα δώσουν τη θέση τους στο απειλητικό τοπίο του χειμώνα, στην επερχόμενη φωτιά των όπλων και στον θάνατο, ο οποίος είναι καθ’ οδόν και θα προκαλέσει σύντομα την απόλυτη συντριβή. Προηγείται, καθώς προχωρούμε στο ποίημα, η ανδρεία του ελληνικού στρατού. Άκαμπτοι, παγωμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι πολεμιστές με επικεφαλής τον νεαρό ανθυπολοχαγό, που θα πέσει εντέλει νεκρός, χωρίς ψυχή, με το βλέμμα του να κοιτάζει το πουθενά και την τελευταία να έχει αναχωρήσει για τα πέρατα του κόσμου. Κι αν η δύναμη και το θάρρος της ζωής πρόλαβαν να κρατήσουν μια ύστατη ικμάδα και να δώσουν λίγο ακόμα φως, ο θάνατος θα βάλει τέρμα στην κυριαρχία του ήλιου και στο νεανικό σφρίγος, διώχνοντας την ομορφιά και καλωσορίζοντας το σκοτάδι. Κι όλοι, φύση της Γης, ουράνια σώματα, σκιές του δάσους και άνθρωποι, θα κλάψουν όχι μόνο για τον ανθυπολοχαγό μα και για όσους χάθηκαν μαζί του, ταξιδεύοντας στο άπειρο, κόντρα στο θάμβος, την ένταση, την ψυχική παληκαριά και τα κάποτε αστείρευτα αποθέματα των χαμένων.
Όμως, όσο κι αν πονάει, όσο κι αν ρημάζει ο θάνατος, τίποτε και κανένας δεν έχει τελειώσει, τίποτε και κανένας δεν νοείται να περάσει στη λήθη και στον αφανισμό. Ο νεκρός ανθυπολοχαγός και οι σαρωμένοι συστρατιώτες του δεν προορίζονται για να κηδευτούν, αλλά για θρέψουν με τη μνήμη του αγώνα τους όλους τους καινούργιους κορμούς που θα βλαστήσουν, τώρα κιόλας, τριγύρω τους, κατεβάζοντας στο σκληρό έδαφος την ουράνια σφαίρα, φέρνοντας το όνειρο στον καθημερινό βίο και τραγουδώντας το πώς σε λίγο τα πάντα θα ξεκινήσουν από την αρχή. Γιατί τα πάντα έγιναν για την ελευθερία και τα πάντα δοξάζουν την ίδια:
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία.
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
Καράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Τα πιο αθώα κορίτσια
Τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη…
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ολοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
Με το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», ο Ελύτης θα απομακρυνθεί από τον υπερρεαλισμό και από τη φυσική μαγεία των νεανικών του χρόνων για να αναμείξει εφεξής στην ποίησή του τον σκληρό ρεαλισμό της Ιστορίας με την εκ παραλλήλου προσήλωση στο ονειρικό, το μυστηριακό και το υπερβατικό του ελληνικού κοσμοειδώλου. Η ποιητική του γλώσσα θα αποκαλύψει περαιτέρω το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων, το ξαφνικό αγκάλιασμα της έλλογης συνείδησης με το βάθος υποβολής των φθόγγων – από εδώ, άλλωστε, αντλεί η γλώσσα το ήθος και την ηθική της, από εδώ ανασύρει και τη μεγάλη χρονική της διάρκεια. Γιατί η γλώσσα είναι μεταξύ άλλων, ή και πρωτίστως, ποίηση και επειδή η ελληνική ποίηση, από τη Σαπφώ και τον Όμηρο μέχρι και τις ημέρες μας, έχει καταφέρει να διατηρήσει στο ακέραιο, αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, τόσο το μέταλλο όσο και το μέγεθος της φωνής της.