Το 27% του πληθυσμού της Ελλάδας ξόδεψε το 2022 πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για να καλύψει το κόστος στέγασης, δίνοντας στην χώρα μας αρνητική πρωτιά συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης όσον αφορά τον δείκτη υπερβολικής επιβάρυνσης. Έτσι η Ελλάδα λαμβάνει την υψηλότερη τιμή του δείκτη μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ.
Η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη επηρεάζεται από το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσίευσε μέσα στην εβδομάδα.
Αντίστοιχα, στην πρώτη θέση βρίσκουμε την χώρα μας όσον αφορά το κόστος στέγασης, παρά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, καθώς βρέθηκε στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ:
Το κόστος στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 34,2% για το 2022, έναντι 19,9% κατά μέσο όρο για την Ευρώπη των 27.
Για το έτος 2022 το 27% του πληθυσμού της χώρας επωμίστηκε κόστος στέγασης που αναλογούσε σε ποσοστό άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πληθυσμού στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε σε 9,4%.
Αυξητική η τάση στις τιμές οικιστικών ακινήτων
Η αυξητική τάση στις τιμές των οικιστικών ακινήτων συνεχίστηκε και το α΄ εξάμηνο του 2023.
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΤτΕ:
Οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) αυξήθηκαν το δεύτερο τρίμηνο του 2023 κατά 13,9% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης κατά 11,8% το 2022.
Οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (ηλικίας έως 5 ετών) το δεύτερο τρίμηνο 2023 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,8%, ενώ οι τιμές των παλαιών διαμερισμάτων κατά 14,1%.
Με διάκριση κατά γεωγραφική περιοχή, ισχυροί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές των διαμερισμάτων καταγράφηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη (16,4%) και σε άλλες μεγάλες πόλεις (14,6%), οι οποίοι υπερβαίνουν τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό αύξησης για το σύνολο της χώρας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά οικιστικών ακινήτων παραμένουν θετικές, παρά τις αβεβαιότητες στην εγχώρια και την παγκόσμια οικονομία. Βραχυπρόθεσμα, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον, κυρίως από το εξωτερικό, θα παραμένει έντονο ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και για περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά.
Μεσοπρόθεσμα, πρωτοβουλίες σχετικές με τη στήριξη συγκεκριμένων κατηγοριών νοικοκυριών (π.χ. νέοι, ευάλωτες κοινωνικές ομάδες) (π.χ. πρόγραμμα «Σπίτι μου»)για την απόκτηση κατοικίας αναμένεται να συμβάλουν στην τόνωση της ζήτησης, ενώ αντίστοιχες πρωτοβουλίες για την ανακαίνιση παλαιών κατοικιών (π.χ. πρόγραμμα «Ανακαινίζω» – «Εξοικονομώ») αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση του κτιριακού αποθέματος. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η αγορά οικιστικών ακινήτων σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται ήδη σε πορεία σημαντικής διόρθωσης αναφορικά με τον αριθμό των συναλλαγών, τις τιμές και τις αποδόσεις.
Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα απέχουν ακόμη από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη δημοσιονομική κρίση. Με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7) και στη συνέχεια ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία, για να καταγραφεί η χαμηλότερη τιμή το 2017 (59). Έκτοτε, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 90,6 το δεύτερο τρίμηνο 2023, υπολειπόμενος κατά 11,1% από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει.
Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη του επιπέδου των ενοικίων, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται σε 98,5 με βάση τα στοιχεία του τρίτου τριμήνου 2023, έναντι 94,8 το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Ο δείκτης ενοικίων, σε αντίθεση με το δείκτη τιμών κατοικιών, παραμένει σημαντικά χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει ιστορικά (124,3, γ΄ τρίμηνο 2011).