Ο Βασίλης και η Αρετή Αλέξη γνωρίστηκαν το 1966 στο χωριό Γεωργουτσάτι της Αλβανίας, πέντε χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Εκείνος ήταν γεωπόνος, με ειδίκευση στα καπνά. Ήταν στέλεχος σε καπνεργοστάσιο στο Αργυρόκαστρο, ώσπου –τη χρονιά εκείνη– το καθεστώς αποφάσισε να τον στείλει πίσω στο χωριό, από όπου καταγόταν, ως αντιπρόεδρο του τοπικού γεωργικού συνεταιρισμού. Εκείνη, έχοντας ολοκληρώσει το ελληνικό διδασκαλείο, είχε μόλις διοριστεί δασκάλα στο δημοτικό σχολείο του χωριού.
Η Αρετή είχε κατακτήσει τη θέση μετά κόπων και βασάνων. Το καθεστώς, με πληροφορίες χαφιέδων, είχε καταδικάσει τον πατέρα της σε δωδεκαετή κάθειρξη ως πράκτορα της Ελλάδας. Ο πατέρας της εξέτισε τελικά τα τέσσερα χρόνια αλλά, όπως λέει η κόρη του, «το στίγμα έμεινε»: «Μας θεωρούσαν παιδιά του εχθρού. Τα τέσσερα αδέλφια μου ήταν όλοι άριστοι μαθητές αλλά κανέναν δεν άφησαν να σπουδάσει».
Εκείνη, η μικρότερη, κατάφερε τελικά να εισαχθεί στην παιδαγωγική σχολή, μένοντας τέσσερα χρόνια σε ένα «χαλασμένο σπίτι» συγγενούς της στο Αργυρόκαστρο. «Μου έλεγε ο πατέρας μου: “Τέσσερα χρόνια θα υποφέρεις, αλλά μετά θα ζήσεις καλά, δεν θα δουλεύεις στα χωράφια”». Ως δασκάλα, θυμάται, βραβεύθηκε δύο φορές για την προσήλωσή της στα καθήκοντά της, αλλά δεν της απονεμήθηκαν ποτέ τα βραβεία, εξαιτίας του «στίγματος».
Από μικρή είχε πάθος για την ελληνική μουσική και τον χορό. Μεγαλώνοντας, μάθαινε όλες τις νέες μουσικές εξελίξεις παρακολουθώντας παράνομα ελληνική τηλεόραση: «Είχα κρυφά μέσα στο σπίτι ελληνική κεραία. Κλείδωνα την πόρτα και έβλεπα». Στον ελεύθερό της χρόνο – «απογεύματα, Κυριακές»– πήγαινε σε όλα τα χωριά της περιοχής και δίδασκε ελληνικούς χορούς και τραγούδια. Για να μη βρεθεί σε δυσμένεια, τροποποιούσε τους στίχους των τραγουδιών (μου τραγουδάει παραδείγματα, όπου η «Γιαννιωτοπούλα» γίνεται «μελαχρινούλα», ή όπου γίνεται αναφορά στο «αστέρι στα χρόνια του Ενβέρη»).
Η οικογένεια της Αρετής ήταν Ελληνες που μετά τον Πόλεμο βρέθηκαν στη λάθος πλευρά των συνόρων. «Στα δικά μας χωριά κανείς δεν μιλούσε αλβανικά», θυμάται. Ο παππούς της ήταν δάσκαλος στα Ιωάννινα. Ο θείος της ήταν γιατρός εκεί. «Από το ’44 έως το ’70 που πέθανε ο αδελφός της, η μάνα μου δεν μπόρεσε να τον ξαναδεί», θυμάται η Αρετή. Ο πατέρας της, «που το ’χε καημό να δει να ανοίγουν τα σύνορα», πέθανε χωρίς να προλάβει.
Ο Βασίλης και η Αρετή τα κατάφεραν, γύρισαν στην Ελλάδα, μαζί με τις δύο κόρες τους. Οι κόρες έφυγαν πρώτες, το 1991, με συγγενείς. Η Αρετή και ο Βασίλης –που είχε γίνει κι αυτός δάσκαλος, γεωπονικής σε επαγγελματικό λύκειο– δίδαξαν έναν ακόμα χρόνο και ήλθαν το ’92. Εκείνος είχε μόλις πατήσει τα πενήντα, εκείνη τα πλησίαζε. Με τις οικονομίες τους εξανεμισμένες λόγω της κατάρρευσης του αλβανικού νομίσματος, τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα: ζούσαν και οι τέσσερις σε ένα δωμάτιο, χωρίς πλυντήριο. «Επλενα τα ρούχα στην μπανιέρα», θυμάται η Αρετή. Ο Βασίλης έγινε πλανόδιος πωλητής εγκυκλοπαιδειών. Η Αρετή, αφού έκανε για ένα διάστημα ιδιωτικά μαθήματα, κατέληξε να καθαρίζει σπίτια. Την πρώτη φορά που πήγε, έκλαψε – «αλλά ευτυχώς δούλεψα σε καλούς ανθρώπους». Εχοντας συνταξιοδοτηθεί πρόωρα στην Αλβανία, λάμβαναν αμφότεροι μία σύνταξη των 90 ευρώ περίπου. Με τις δουλειές τους και με τη στήριξη και των παιδιών τους, αγόρασαν ένα μικρό διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο. Στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, ο Βασίλης άρχισε να λαμβάνει τη σύνταξη ανασφάλιστου υπερήλικου του ΟΓΑ – 340 ευρώ τον μήνα, με ιατροφαρμακευτική κάλυψη. Οταν η Αρετή έκανε τα χαρτιά της για να τη λάβει κι εκείνη, ενημερώθηκε ότι, βάσει του νόμου 4093/2012, που αυστηροποίησε ασφυκτικά τα κριτήρια, δεν την εδικαιούτο. Βάσει του ίδιου νόμου κόπηκε επίσης από τον σύζυγό της – και από τα δύο τρίτα των 62.700 δικαιούχων που τη λάμβαναν ώς και το 2012.
Χαμηλές προσδοκίες
Η κατακραυγή που προκάλεσαν οι περικοπές του ν. 4093 –το δημοσιονομικό αποτέλεσμα των οποίων ήταν μεγαλύτερο του προσδοκώμενου– οδήγησαν την κυβέρνηση Σαμαρά να δεσμευθεί ότι θα υπάρξουν βελτιώσεις. Υπήρχαν σχέδια χαλάρωσης των κριτηρίων παροχής της συγκεκριμένης σύνταξης, αλλά και αποκατάστασης παροχών, μειωμένων κατά το ποσό που λάμβαναν οι δικαιούχοι από το εξωτερικό.
Τα σχέδια αυτά τελικά προχώρησαν πέρυσι τον Ιούνιο, με το ν. 4331/2015 (επί Δ. Στρατούλη). Ωστόσο, με το τρίτο μνημόνιο τον Αύγουστο, η σχετική διάταξη, που θεωρήθηκε υπερβολικά γενναιόδωρη, καταργήθηκε. Το σχέδιο Κατρούγκαλου προβλέπει επαναφορά της παροχής, στα 360 ευρώ, με τη μορφή όμως επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης, αθροιστικά μαζί με την όποια σύνταξη από το εξωτερικό και με πολύ αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Επιπλέον –στην παρούσα μορφή– περιέχει σύνθετες προβλέψεις για τις προϋποθέσεις διαμονής, που αναμένεται να δημιουργήσουν χείμαρρο ενστάσεων.
Για το ζεύγος Αλέξη, η όποια αποκατάσταση δύσκολα θα αμβλύνει την αίσθηση ότι υπήρξαν στη ζωή τους δύο φορές ξένοι – πρώτα στην κομμουνιστική Αλβανία, μετά στην ίδια τους την πατρίδα.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή
{jathumbnail off}