Με μία αναλυτική δήλωση ο πρώην υφυπουργός Οικονομικών Αντώνης Μπέζας τοποθετείται στο θέμα του λιμανιού, πετώντας συνάμα το γάντι στις άλλες πολιτικές δυνάμεις του Νομού τις οποίες καλεί να πάρουν σαφή θέση για όλες τις εξελίξεις.
Στη δήλωσή του ο κ. Μπέζας αναφέρει: «Οι εξελίξεις που διαφαίνονται στις εργασίες ολοκλήρωσης του νέου λιμένα Ηγουμενίτσας προβληματίζουν και δεν επιτρέπουν εφησυχασμό, μισόλογα ή σιωπή.
Ένας σχεδιασμός που έγινε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και αποσκοπούσε στην ανάδειξή του ως της σημαντικότερης πύλης προς την Ευρώπη, εγκαταλείπεται με συνεχείς περικοπές τόσο στο φυσικό αντικείμενο του έργου όσο και στον προϋπολογισμό.
Οι συνεχείς διαμαρτυρίες των θεσπρωτών επαγγελματιών, οι οποίες αναδεικνύουν το πρόβλημα έλλειψης χρηματοδότησης της Β’ φάσης – που όμως είχε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. διασφαλισμένους πόρους – αλλά και το αίτημα της αναδόχου εταιρείας να αποχωρήσει από το έργο, δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά και ανησυχία.
Την ίδια στιγμή, η Γ1′ φάση του λιμανιού, η οποία επαναδημοπρατήθηκε με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, με μειωμένο τον αρχικά εγκεκριμένο προϋπολογισμό και το φυσικό αντικείμενο, βρίσκεται εδώ και μήνες υπό την απειλή της απένταξης, σε μια προσπάθεια των κυβερνώντων να εκβιάσουν την τοπική κοινωνία και τις αποφάσεις των συλλογικών φορέων, για να δημιουργηθεί μια ακόμα περιβαλλοντική πληγή στη «Γωνιά».
Το να μιλήσουμε σήμερα για απόδοση ευθυνών θα ήταν εύκολο, αλλά δεν έχει μεγάλη αξία.
Αυτό που έχει αξία και πρέπει να ακούσουν οι πολίτες της Θεσπρωτίας, είναι θέσεις και προτάσεις.
Η δική μας θέση είναι ξεκάθαρη. Κατατεθειμένη και απόλυτα σαφής.
Το λιμάνι της Ηγουμενίτσας είναι έργο όχι απλά Εθνικής αλλά Ευρωπαϊκής σημασίας και ως τέτοιο σχεδιάστηκε, δημοπρατήθηκε και υλοποιήθηκε κατά ένα μέρος από την κυβέρνηση της Ν.Δ.
Οι συμπατριώτες μας γνωρίζουν αυτά που κάναμε, ξέρουν τον σχεδιασμό και τις προσπάθειές μας. Η εποχή μας απαιτεί αλήθειες.
Όσοι επιλέγουν να κρύβονται, όσοι διάλεξαν το δρόμο της σιωπής, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποκομίσουν πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη εκμεταλλευόμενοι την οργή και το θυμό των πολιτών, πρέπει να αναλογιστούν το δικό τους μερίδιο ευθύνης.
Οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν. Έτσι θα κρίνουν και θα συγκρίνουν».