Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας απέρριψε τις αγωγές που έχουν κατατεθεί εις βάρος της ΔΕΗ από καταναλωτικές οργανώσεις, δικηγορικούς συλλόγους, ομοσπονδίες επαγγελματιών, συλλόγους και καταναλωτές, οι οποίοι ζητούσαν την ακύρωση της ρήτρας αναπροσαρμογής στα τιμολόγια ρεύματος.
Στις αγωγές τους κατηγορούσαν τη ΔΕΗ πως, «καταχρώμενη τη δεσπόζουσα θέση της στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας», υιοθέτησε «αθέμιτες εμπορικές πρακτικές». Υποστήριζαν πως η ΔΕΗ «επέβαλε μονομερώς και χωρίς να προβλέπεται» τη ρήτρα αναπροσαρμογής.
Στην απόφασή του, το δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς στους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την ηλεκτρική ενέργεια και την εναρμόνιση της Ελλάδας με τον κοινοτικό δίκαιο, για τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
«Η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας έχει πλέον αναχθεί σε χρηματιστηριακό προϊόν και διαμορφώνεται από το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας (…) η ρήτρα όχι μόνο δεν είναι αδόκιμη, αλλά συνιστά μια συναλλακτικώς αποδεκτή πρακτική στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου η τιμολογούμενη προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας να ανταποκρίνεται στην αρχής της κοστοστρέφειας.»
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, «οι ρήτρες αναπροσαρμογής αφενός μεν επιδρούν στον καθορισμό του τιμήματος, αφετέρου δε είναι απολύτως αναμενόμενες στις συμφωνίες κυμαινόμενου τιμολογίου. Ο καταναλωτής που επιλέγει να συνάψει σύμβαση προμήθειας ενέργειας, όχι σε σταθερή τιμή, αλλά σε κυμαινόμενο τιμολόγιο, ασφαλώς γνωρίζει ότι η διακύμανση γίνεται στη βάση μιας συμβατικής ρήτρας, της ρήτρας αναπροσαρμογής. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ρήτρες, όπως κάθε ρήτρα για την αναπροσαρμογή του τιμήματος στην περίπτωση κυμαινόμενου ύψους της παροχής, δεν υπόκεινται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, αλλά μόνο σε έλεγχο διαφάνειας».
Η ΔΕΗ είχε προχωρήσει στην εισαγωγής της ρήτρας αναπροσαρμογής, από τις 5 Αυγούστου του 2021, καθ’ υπόδειξη της ΡΑΕ.
«Σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης της ΡΑΕ, η εφαρμογή της συγκεκριμένης ρήτρας επαφίεται στη δυνητική ευχέρεια των προμηθευτών και αναγνωρίζεται η δυνατότητά τους να υιοθετήσουν άλλα ισοδύναμα μέτρα… Επομένως, κάθε προμηθευτής δύναται να προσδιορίσει δική του ρήτρα αναπροσαρμογής με βάση τον πιθανό κίνδυνο… Η ΡΑΕ λειτούργησε προληπτικά και επέβαλε μέτρα που έχουν τη μορφή σύστασης προς τους προμηθευτές…», σημειώνει η απόφαση, η οποία αναγνωρίζει τη δυνατότητα των προμηθευτών να προσαρμόζουν την τιμή, ακολουθώντας τις μεταβολές του κόστους που έχει για τους ίδιους η ηλεκτρική ενέργεια».
Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσαν και κυρίως ότι τον Αύγουστο του 2021 «η ραγδαία αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας διεθνώς δεν μπορούσε να προβλεφθεί» τονίζει: «Σε κάθε περίπτωση, σκοπός της σχετικής ρήτρας δεν είναι ούτε το όφελος ούτε η βλάβη του πελάτη, αλλά η συμμόρφωση της εναγόμενης προς τις προβλεπόμενες στον ΚΠΗΕ αρχές τιμολόγησης ήτοι την αρχή διαφάνειας ως εξειδικεύτηκε με την 409/2020 απόφαση της ΡΑΕ».
Στην απόφαση τονίζεται, ωστόσο, πως, με βάση τον Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΦΕΚ Απρίλιο του 2013), οποιοσδήποτε μηχανισμός αναπροσαρμογής των τιμολογίων πρέπει να είναι διαφανής, σαφής ως προς τον υπολογισμό του στον καταναλωτή και να του προσφέρει επαρκείς επιλογές στη διαχείριση του κινδύνου διαχρονικής διακύμανσης των τιμών.
Επιπλέον, το δικαστήριο έκρινε πως «ο προμηθευτής υποχρεούται να παράσχει στον αντισυμβαλλόμενό του τη δυνατότητα να λύσει τη σύμβαση, οφείλει δηλ. να του επιτρέπει να αποδεσμευτεί από τη σύμβαση στο μέτρο που κρίνει ότι είναι ασύμφορη για αυτόν η αναπροσαρμογή».
Το δικαστήριο επικαλείται αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) και σημειώνει ότι το δικαίωμα του καταναλωτή θα πρέπει όντως να μπορεί να ασκηθεί. «Κάτι τέτοιο δεν θα ισχύει κατά το ΔΕΕ όταν ο καταναλωτής δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει προμηθευτή ή όταν δεν έχει ενημερωθεί με τον δέοντα τρόπο και εγκαίρως για την επικείμενη τροποποίηση».