Σε μία μεγάλη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα παρουσιάστηκε η προγραμματική σύμβαση για την αναστήλωση της Γέφυρας Κοράκου. Πρόκειται για το δεύτερο μεγάλο έργο στην Ήπειρο που συνδέεται με την ιστορία και τον πολιτισμό και έρχεται μετά την επιτυχημένη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην περίπτωση της Γέφυρας Πλάκας.
Το έργο της αναστήλωσης έχει προυπολογισμό 13,6 εκατομμυρίων ευρώ και στην προγραμματική σύμβαση συμμετέχουν τα Υπουργεία Υποδομών, Πολιτισμού, Οικονομίας και Ανάπτυξης, οι Περιφέρειες Ηπείρου και Θεσσαλίας, οι Δήμοι Γεωργίου Καραϊσκάκη (Άρτας) – Αργιθέας (Καρδίτσας), το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Προϊσταμένη Αρχή για την υλοποίηση του έργου έχει οριστεί η Διεύθυνση Οδικών Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν οι πολιτικές ηγεσίες των εμπλεκόμενων υπουργείων, ευρωβουλευτές, η Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Όλγα Γεροβασίλη, οι Περιφερειάρχης Ηπείρου και Θεσσαλίας, ο αντιπεριφερειάρχης Άρτας Βασίλης Ψαθάς, δήμαρχοι και άλλοι.
Ο Περιφερειάρχης κ. Αλέξανδρος Καχριμάνης εξέφρασε τη χαρά του για την δρομολόγηση της αναστήλωσης της ιστορικής Γέφυρας και συνεχάρη όλους όσοι συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή. Επικαλούμενος και την εμπειρία με το έργο αναστήλωσης της γέφυρας Πλάκας, υπογράμμισε την ανάγκη να υπάρξει στενή συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων για την υλοποίηση του έργου.
«Η γέφυρα της Πλάκας έπεσε από την ελληνική γραφειοκρατία. Αυτή είναι η αλήθεια. Δυστυχώς έπρεπε να προκληθεί αυτό το “τράνταγμα” για να εργαστούμε όλοι μαζί. Το ίδιο θέλει και η γέφυρα Κοράκου. Να εργαστούμε όλοι μαζί. Στο παρελθόν είχα δηλώσει στον Γράμμο, πώς πρέπει να κλείσουμε τις πληγές του Εμφυλίου. Αυτό κάνουμε σήμερα. Εμείς οι νεοέλληνες έχουμε την υποχρέωση να κλείσουμε αυτή την πληγή».
Η Όλγα Γεροβασίλη αναφέρθηκε στους ιδιαίτερους συμβολισμούς των γεφυριών, επισημαίνοντας ότι επτά δεκαετίες πριν το γεφύρι ανατινάζονταν για να χωρίσει ακόμη περισσότερο μία διχασμένη Ελλάδα.
«Σήμερα, επτά δεκαετίες μετά, ερχόμαστε με πρωτοβουλίες από την Ευρώπη, τους τοπικούς φορείς και την ελληνική κυβέρνηση, να ξανακτίσουμε με πραγματικούς και συμβολικούς όρους τη γέφυρα αυτή.
Να την επαναφέρουμε από τη μνήμη στη ζωή.
Σίγουρα την χρηστική αξία των αλλοτινών χρόνων έτσι και αλλιώς δεν μπορούμε να την ξαναβρούμε.
Εκείνο όμως που μπορούμε να ξαναβρούμε είναι η συμβολική της αξία», υπογράμμισε η Υπουργός.
Σημειώνεται ότι η Γέφυρα Κοράκου στον ποταμό Αχελώο ήταν το μεγαλύτερο μονότοξο, λιθόκτιστο γεφύρι των Βαλκανίων που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και είναι στενά συνδεδεμένο με την ιστορία του τόπου και έχει συμβάλει καθοριστικά στην επιβίωση όλων των οικισμών της ευρύτερης περιοχής.
Σε πρώτη φάση, η χρηματοδότηση του έργου «Αποκατάσταση της Γέφυρας Κοράκου στον ποταμό Αχελώο, αποκατάσταση παρακείμενου κτηρίου τελωνείου και διαμόρφωση περιβάλλοντα χώρου» θα καλυφθεί από Εθνικούς Πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και παράλληλα θα κινηθούν οι διαδικασίες για τη συγχρηματοδότηση από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το έργο του θέματος είναι εξαιρετικά δύσκολο και μοναδικό για τα σύγχρονα και διεθνή δεδομένα.
Η Διεύθυνση Οδικών Υποδομών προεκτιμά ότι το συνολικό ύψος του προϋπολογισμού ανέρχεται σε 13.600.000 ευρώ. Η χρηματοδότησή του θα ενταχθεί στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του 2019.
Λόγω της εξαιρετικής δυσκολίας και ιδιαιτερότητας του έργου για την διασφάλιση της ανακατασκευής της γέφυρας στην προ κατάρρευσης μορφής της, απαιτείται η συνεργασία των συναρμόδιων υπουργείων, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και των επιστημονικών φορέων Ε.Μ.Π. και Τ.Ε.Ε.
Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, τον Μάρτιο του 1949, η γέφυρα Κοράκου ανατινάχθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της κατέρρευσε. Το 2015 τα απομείναντα τμήματα των βάθρων παρασύρθηκαν από μεγάλη πλημμύρα του ποταμού Αχελώου.
Το τόξο της γέφυρας Κοράκου είχε άνοιγμα περίπου 46m και ύψος (στο κέντρο) π ερίπου 24m. Το συνολικό μήκος της ήταν περίπου 62 m και το πλάτος της στην κορυφή περίπου 2 μέτρα. Ήταν λιθόκτιστο και εδραζόταν σε δύο λιθόκτιστα τοξωτά βάθρα, εκατέρωθεν του ποταμού. Κατασκευάσθηκε στο διάστημα μεταξύ 1515 έως 1540 από τοπικούς τεχνίτες, με πελεκητά, πλακοειδή τεμάχια ασβεστόλιθου και ακανόνιστους λίθους για την εσωτερική πλήρωση, κονίαμα με άσβεστο και τοπικά αδρανή.