– Νέες ιδέες και στρατηγική από τον Ξενοφών Καραβίδα
Η συγκεκριμένη μελέτη περιέγραφε την ακριβή κατάσταση του πρωτογενή τομέα και περιείχε συγκεκριμένες προτάσεις και δράσεις αναφορικά με τις δυνατότητες και τις προοπτικές ανάπτυξής του. Σίγουρα μια αξιόλογη προσπάθεια του Ξενοφώντα Καραβίδα που πρέπει να προσεχθεί…
Ο ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Άρθρο / μελέτη Ξενοφών Καραβίδα, Οικονομολόγος με εξειδίκευση στην Περιφερειακή Ανάπτυξη
Η θετική βελτίωση και ο μετασχηματισμός μιας οικονομίας , συνοδεύεται από αντίστοιχες μεταβολές και μετατροπές στις δομές και στη κλαδική σύνθεση της. Η πρόοδος επιτυγχάνεται ευκολότερα με την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, που ενσωματώνουν σημαντικό αριθμό πρώτων υλών και εργασίας, ώστε να εξασφαλίζεται η εισροή μεγαλύτερων εσόδων. Διεθνώς αυτό επετεύχθη με τη βιομηχανική επανάσταση αρχικώς, απόρροια της οποίας υπήρξε η μεγάλη άνοδος του δευτερογενούς τομέα στη συμμετοχή του εθνικού προϊόντος. Κατόπιν με τη γιγάντωση του τριτογενούς τομέα, των υπηρεσιών. Τη δεκαετία που διανύουμε με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης.
Ο πρωτογενής τομέας της χώρας μας, είναι κοινό μυστικό ότι βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Αυτή οφείλεται στη μέχρι σήμερα αναποφασιστικότητα των εκάστοτε κυβερνήσεων για ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις στον τομέα. Ως γνωστόν στη χώρα μας, η παραγωγή αγροκτηνοτροφικών προϊόντων μειώνεται συνεχώς και αντίστοιχα αυξάνει και ο βαθμός εξάρτησής της χώρας από εισαγωγές αγροτικών προϊόντων. Το 2010 ο πρωτογενής τομέας στη χώρα μας απασχολούσε περισσότερους από 500.000 εργαζομένους (11-12% του εργατικού δυναμικού, μαζί με τους εποχιακούς) κάθε μορφής και συμμετείχε κατά 3,5% στο ΑΕΠ.
Στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’50, η γεωργία απασχολούσε τη πλειονότητα των ελλήνων εργαζομένων. Η αναδιανομή κλήρων του Βενιζέλου, η οικονομική ανέχεια, ήταν οι κύριοι λόγοι για τη προσήλωση στην αγροτική παραγωγή. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ξεκίνησε η εφαρμογή μιας πολιτικής αστικοποίησης του πληθυσμού. Στις αρχές το 1990 προς το τριτογενή τομέα. Από την άλλη πλευρά και έως σήμερα, ο πρωτογενής τομέας ξεκίνησε να βασίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στις γνωστές επιδοτήσεις.
Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί ο δείκτης στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων όπου το 2011 ανήλθε περί τα 3 δις ευρώ, στοιχείο που αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος αλλά και την πρόκληση του μέλλοντος για την ελληνική γεωργοκτηνοτροφία. Τα 2,0 δις ευρώ περίπου του ελλείμματος αντιπροσωπεύουν οι εισαγωγές ζωοκομικών προϊόντων. Το έλλειμμα αυτό οφείλετε στην χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής γεωργίας και στη μεγάλη νοθεία που γίνεται στην αγορά.
Την ίδια στιγμή η έλλειψη ολοκληρωμένης περιφερειακής πολιτικής, έχει ως συνέπεια οι παραγωγοί να εγκαταλείπουν τις εστίες και το αγροτικό τους επάγγελμα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους στα αστικά κέντρα με τα γνωστά αποτελέσματα όπως το δημογραφικό, η αστυφιλία και η μειούμενη παραγωγικότητα.
Σήμερα η χώρα μας παράγει το 30% περίπου των αγροτικών προϊόντων, που χρειάζεται για τη διατροφή του πληθυσμού της και τα υπόλοιπα τα εισάγει. Περιορισμένες είναι και οι εξαγωγές. Ιδιαίτερα δυσμενής παρουσιάζεται η κατάσταση στη κτηνοτροφία με αυτάρκεια 10-15%. Κι αυτό όταν τη δεκαετία του ’70 η χώρα ήταν πλήρως αυτάρκης στη παραγωγή διατροφικών προϊόντων.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ο πρωτογενής τομέας, ως βάση της πραγματικής οικονομίας της χώρας, μπορεί να αποτελέσει το πεδίο απ’ όπου θα ξεκινήσει η ανάταξη της οικονομίας, η αποκέντρωση και η αναγέννηση της υπαίθρου.
Η βαρύτητα του πρωτογενούς τομέα στην Ήπειρο απεικονίζεται σε επίπεδο απασχόλησης αλλά και σε επίπεδο παραγωγής. Στο σύνολο των απασχολούμενων της Περιφέρειας το 21,5% απασχολείται στον πρωτογενή τομέα. Ποσοστό σημαντικό σε σύγκριση με το 12,5% της Ελλάδας και το 3,2% της Ε.Ε. Σε επίπεδο παραγωγής στην Περιφέρεια Ηπείρου καλλιεργούνται περίπου 4 εκατομμύρια στρέμματα. Από αυτά το 1 εκατομμύριο με φυτά μεγάλης καλλιέργειας (σιτηρά, βαμβάκι) άλλο 1 εκατομμύριο με δενδρώδη (κυρίως ελιές) ενώ αξιοσημείωτη είναι και η καλλιέργεια βιομηχανικών φυτών (ντομάτα). Παράλληλα σημαντική είναι και η παραγωγή προϊόντων ζωϊκής προέλευσης (15% συνόλου εγχώριας παραγωγής κρέατος) – ειδικότερα πουλερικά (27% συνολικής παραγωγής).
Η γεωργοκτηνοτροφία, η αλιεία, ο τουρισμός αποτελούν μέρος της λύσης του προβλήματος.
Αγροκτηνοτροφία:
Για την εξασφάλιση του εισοδήματος τους απαιτείται πιά προσπάθεια, εργασία, παραγωγή καλύτερων, ποιοτικότερων και ανταγωνιστικότερων προϊόντων.
Η χρήση και το καθεστώς των επιδοτήσεων έχει εμφανώς δημιουργήσει αγρόκτηνοτρόφους διαφορετικών ταχυτήτων. Δεν υπάγονται όλοι καταρχήν ομοιόμορφα στο καθεστώς των επιδοτήσεων. Άλλοι επιδοτούνται ανά κιλό “παραγόμενου” προϊόντος, άλλοι για τις εγκαταστάσεις τους (εκτός Αττικής), άλλοι καθόλου (εκείνοι που λειτουργούν ως επιχειρηματίες).
Αυτό βέβαια αναδεικνύει και την πραγματική κατάσταση. Οι πλέον αποδοτικοί και επιτυχημένοι φαίνεται να είναι οι μη επιδοτούμενοι. Η εξήγηση είναι προφανής. Οι επιδοτούμενοι καλλιεργούν είδη απαξιωμένα, με μικρή ζήτηση και υψηλό κόστος. Ο μοναδικός λόγος που το κάνουν είναι για την επιδότηση της ποσότητας που παράγουν και μόνο. Οι άλλοι επικεντρώθηκαν σε νέες καλλιέργειες, με προϊόντα που τα ζητά η αγορά, έχουν κάνει επιστήμη τις καλλιεργητικές μεθόδους, κρατούν το κόστος σε ανταγωνιστικά επίπεδα, ανοίγουν συνεχώς νέες αγορές, πραγματοποιούν επενδύσεις.
Τα τελευταία χρόνια στην Περιφέρεια Ηπείρου, στην εποχή της ύφεσης, αρκετοί, κυρίως κάτοχοι αγροτικής γής, επέστρεψαν στις περιφέρειες τους και ενασχολήθηκαν με το πρωτογενή τομέα. Άνθρωποι μορφωμένοι, με επιχειρηματική λογική, εφαρμόζοντας καινοτομίες, λειτουργώντας αποκλειστικά με όρους αγοράς, επιτυγχάνουν το στόχο τους και συμβάλλουν στην αύξηση των μεγεθών του αγροτικού τομέα. Ουσιαστική είναι και η προσπάθεια αρκετών αγροτών, που δοκίμασαν, ελεγχόμενοι αυστηρά, βιολογικές και ολιστικές καλλιέργειες. Αποτέλεσμα να διατίθενται σήμερα στη κατανάλωση σημαντικές ποσότητες βιολογικών προϊόντων, τα οποία αναζητά ικανή πληθυσμιακή μερίδα.
Στην κατεύθυνση αυτή οφείλει να εστιαστεί και η εθνική προσπάθεια, που θα ξεκινήσει, μετά την υιοθέτηση του νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Στην Ήπειρο, λόγω κλίματος, ηλιοφάνειας, σύστασης του εδάφους και ύπαρξης μεγάλου αποθέματος εκτάσεων γεωργικής γής, ο αγροτικοκτηνοτροφικός τομέας εμφανίζει “συγκριτικό πλεονέκτημα”, όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, ώστε να επιλεγεί ως ”αιχμή του δόρατος” δηλαδή ως ο αναπτυξιακός κλάδος και να συμβάλλει στη βελτίωση του εμπορικού της ισοζυγίου.
Μπορούμε κάλλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα να ξαναγίνουμε αυτάρκεις σε διατροφικά προϊόντα. Μπορούμε να αυξήσουμε κατακόρυφα και τις εξαγωγές. Να κερδίσουμε αγορές. Με τη παραγωγή ποιοτικών και ανταγωνιστικών αγαθών, που θα είναι ελκυστικά από κάθε πλευρά στις ξένες αγορές, ώστε να τα επιλέξουν και να τα επιλέξουν. Να επικεντρωθούν σε συνεργασίες, σε συμπράξεις, σε σύσταση ανωνύμων εταιρειών. Να επιτύχουν συνέργειες, να εφαρμόσουν εκτατικές καλλιεργητικές μεθόδους – ιδιαίτερα σε γειτονικά αγροτεμάχια, να επικεντρώσουν σε συγκεκριμένα είδη καλλιεργειών, να σταματήσουν να παράγουν τα πάντα και λίγο απ’ όλα. Να αισθανθούν μέτοχοι της επιχείρησης και να αναζητήσουν νέες αγορές στο εξωτερικό. Να τυποποιήσουν τη παραγωγή τους. Να καταστούν κύριοι της αλυσίδας “παραγωγή – διακίνηση – κατανάλωση”.
Το μέγεθος, ο έλεγχος του συνόλου της διαδικασίας, οι συνέργειες, η συνεχής επένδυση σε μοντέρνες μεθόδους και μηχανολογικό εξοπλισμό, είναι τα στοιχεία, που θα προσδώσουν τελικά στο κλάδο, όσα χρειάζεται για να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό.
ΑΛΙΕΙΑ:
Η αλιεία ανοιχτής θάλασσας έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς και μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης (αξιοποίηση Αμβρακικού). Σημαντική επίσης και η ανάπτυξη ιχθυοκαλλιεργειών.
Αποσπασματικές και ευκαιριακές ήταν οι πολιτικές του παρελθόντος. Πολλές ήταν οι στρεβλώσεις και παθογένειες του συστήματος που καθήλωσαν τον κλάδο με αποτέλεσμα τη διαρκή συρρίκνωση του αλιευτικού εισοδήματος, την μείωση της αλιείας στο ΑΕΠ χρόνο με τον χρόνο καθώς και η σταθερή επιδείνωση του αλιευτικού εμπορικού ισοζυγίου. Τα μεγαλύτερα προβλήματα του χώρου ήταν και είναι η έλλειψη παραγωγικού προσανατολισμού, η διάσπαση της εφοδιαστικής αλυσίδας καθώς και η έλλειψη συνοχής μεταξύ παραγωγικής, μεταποιητικής και εμπορικής δραστηριότητας.
Ο τομέας της Αλιείας, ως κλάδος της πρωτογενούς παραγωγής, θεωρείται σημαντικός για την εθνική οικονομία, παρά τη μικρή συμμετοχή του στο Α.Γ.Π. και Α.Ε.Π. (4,34% και 0,36% αντίστοιχα για το έτος 2010) επειδή συμβάλλει στη διατήρηση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής μεγάλων περιοχών της χώρας (παράκτιες περιοχές, Νησιά Αιγαίου & Ιονίου Πελάγους). Στον τομέα απασχολούνται 40.000 άτομα περίπου, ενώ η ετήσια παραγωγή σε αλιεύματα όλων των κατηγοριών (αλιεία, υδατοκαλλιέργειες, λιμνοθάλασσες) ανέρχεται στους 231.000 τόνους (εκτίμηση παραγωγής 1999).
Η σημασία της αλιείας στην εθνική οικονομία και στην Περιφέρεια είναι καθοριστικής σημασίας αφού συμβάλλει ουσιαστικά στην εξασφάλιση ζωϊκών πρωτεϊνών υψηλής βιολογικής αξίας. Το 30% περίπου της εγχώριας παραγωγής ζωϊκών πρωτεϊνών προέρχεται από την αλιεία. Ενισχύει εισοδηματικά νησιωτικές και παράκτιες ζώνες, σημαντικό μέρος του πληθυσμού ασχολείται σε αλιευτικές δραστηριότητες και εξασφαλίζει σημαντικό μέρος του εισοδήματός του από αυτές. Αξιοποιεί τοπικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους (π.χ. λιμνοθάλασσες). Αναπτύσσονται οι νέοι κλάδοι της υδατοκαλλιέργειας και της μεταποίησης, συμβάλλουν στην κάλυψη των αναγκών της εγχώριας αγοράς και τη μείωση του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου και δημιουργούν νέες ευκαιρίες απασχόλησης. Παράλληλα ο τομέας εξασφαλίζει θέσεις εργασίας και σε συναφείς κλάδους (ναυπηγεία, βιοτεχνίες κατασκευής αλιευτικού και υδατοκαλλιεργητικού εξοπλισμού, συνεργεία κλπ ).
Στα πλαίσια της διαρθρωτικής πολιτικής, σημαντικό ρόλο στη στήριξη των επαγγελματιών αλιέων διαδραματίζει η χρηματοδότηση της ανανέωσης των αλιευτικών σκαφών.
Το στοίχημα για το μέλλον της αλιείας στην ευρύτερη παράκτια περιοχή της Περιφέρειας Ηπείρου είναι η διευρυμένη δυνατότητα μεταποίησης νωπών και κατεψυγμένων αλιευμάτων. Η αξιοποίηση του Αμβρακικού και του Ιονίου σε συνδυασμό με τη δυνατότητα του ιχθυογεννητικού σταθμού στην Πρέβεζα, δημιουργούν θετικές προϋποθέσεις. Το αρνητικό ισοζύγιο για την Ελληνική μεταποιητική βιομηχανία μπορεί να εξελιχθεί σε θετικό στην εξαγωγική δραστηριότητα, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζεται ελλειμματική σε αλιευτικά προϊόντα και για την κάλυψη του ελλείμματος υποχρεώνεται σε εισαγωγές από ασιάτικες χώρες, αφενός μεν νωπών και κατεψυγμένων αλιευμάτων, αφετέρου δε παρασκευασμάτων ιχθυηρών.
ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ:
Tα τελευταία χρόνια εντοπίζουμε σε πολλά σημεία της Ηπείρου αγροτουριστικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες λειτουργούν με προδιαγραφές τοπικής αρχιτεκτονικής, με εξοπλισμό που δεν προσβάλει την περιοχή, με φροντίδα για το περιβάλλον, με σωστές υπηρεσίες, με τοπική παραδοσιακή γαστρονομία, με ενασχόληση με τοπικές πολιτιστικές-κοινωνικές εκδηλώσεις, με δραστηριότητες και προγράμματα για τους φιλοξενούμενούς τους και, το χαρακτηριστικότερο, από αγρότες.
Στον αγροτουρισμό, οι «τουρίστες» ή «επισκέπτες» δεν είναι «πελάτες», αλλά φιλοξενούμενοι, που τους δεχόμαστε στο χώρο μας, μοιραζόμαστε το σύνηθες φαγητό μας, μας σέβονται ως αγρότες (και ίσως για αυτό έρχονται κοντά μας), σέβονται τον τοπικό πολιτισμό, τα ήθη και έθιμά μας, και συμμετέχουν στις τοπικές αγροτικές ασχολίες.
Στον αγροτουρισμό προαπαιτείται, όπως σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο προσφέρων υπηρεσίες τουριστικές να είναι αγρότης. Και ακριβώς επειδή είναι αγρότης, θα πρέπει να μπορεί να μεταποιεί και να προσφέρει τα δικά του προϊόντα, όπως κάνει για το σπίτι του.
Θα πρέπει να μπορεί να αξιοποιεί την δικιά του παραγωγή, όπως κάνει ο κάθε αγρότης στην μικρή του κοινωνία στο χωριό. Με τα δικά τους αυγά, τα δικά του λαχανικά, το δικό του τυρί και γιαούρτι, το δικό του ψωμί και τις παραδοσιακές πίτες, που πάντα έκανε και έτρωγε στο σπίτι του, τα δικά του κοτόπουλα, τις δικές του μαρμελάδες και γλυκά. Αυτός ο αγρότης με τον/την σύζυγό αγρότη και τα παιδιά τους ή έστω κάποιο βοηθό σε όλες τις δουλειές του χωραφιού και του αγροτουρισμού. Και οι φιλοξενούμενοι να μπορούν να μετέχουν και να αισθάνονται την μέθεξη της συμμετοχής στην θαλπωρή της αυθεντικής οικογενειακής ζωής στην αγροτική κοινωνία.
Η αυθεντικότητα επιβάλλεται να είναι το κυρίαρχο εργαλείο για την ανάπτυξη του αγροτουρισμού. Στον αγροτουρισμό ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τις αγροτικές περιοχές, τις αγροτικές ασχολίες, τα τοπικά προϊόντα, την παραδοσιακή κουζίνα και την καθημερινή ζωή των κατοίκων, τα πολιτισμικά στοιχεία και τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του χώρου αυτού, με σεβασμό προς το περιβάλλον και την παράδοση, από τους ίδιους τους καλλιεργητές ή/και κτηνοτρόφους.
Πολλές δραστηριότητες εκτός πόλεων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν Αγροτουριστικές ή Επιχειρήσεις Τουρισμού Υπαίθρου ή άλλες. Και οι δύο μορφές, Αγροτουρισμός και Τουρισμός Υπαίθρου, συμβάλλουν στην πρόοδο.
Τα περιθώρια και η προοπτική ανάπτυξης της αγροτικής μας οικονομίας στη δύσκολη αυτή στιγμή για τη χώρα, είναι ικανά να δώσουν γρήγορα, σημαντική ώθηση στην εθνική μας οικονομία. Ο χρόνος υλοποίησης της προοπτικής αυτής εξαρτάται από την ταχύτητα υλοποίησης των αναγκαίων αλλαγών και την εφαρμογή ρεαλιστικών πολιτικών.