Σε μια εποχή που οι νέοι εγκαταλείπουν την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης αναζητώντας στην Ευρώπη, την Αμερική ή και την Αυστραλία ένα καλύτερο μέλλον, κάποιοι Ελληνες μετανάστες αποφασίζουν να επιστρέψουν και να επενδύσουν στον τόπο τους, αναλαμβάνοντας μάλιστα υψηλό ρίσκο.
Ο Γιώργος Μπέλος και η Χαρούλα Τσανίδου, κάτω από τα τριάντα και οι δυο τους και παιδιά μεταναστών, άφησαν σίγουρες δουλειές και μια άνετη ζωή στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας και εγκαταστάθηκαν στο οροπέδιο του ιστορικού Σουλίου, όπου φιλοδοξούν να αποτελέσουν τον πυλώνα της τουριστικής ανάπτυξης μιας πανέμορφης και με βαρύ ιστορικό φορτίο, πλην αναξιοποίητης, περιοχής στην Ηπειρο.
Μοναδική περίπτωση μεταναστών που επαναπατρίζονται και προσπαθούν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα; Ισως όχι, αλλά και καθόλου συνηθισμένη αν διαβάσει κανείς την ιστορία τους, όπως την αφηγήθηκαν στην «Καθημερινή». Το ανδρόγυνο εργαζόταν σε νοσοκομείο του Ντίσελντορφ, στην ογκολογική κλινική, βοηθός χειρουργού ο Γιώργος και ψυχολόγος με ειδίκευση στη βοήθεια ασθενών με καρκίνο η Χαρούλα, με καλούς μισθούς και από κάθε άποψη εξασφαλισμένο το μέλλον.
Ποιος θα άφηνε μια τέτοια δουλειά για να ρισκάρει επενδύοντας σε έναν ξενώνα για τουρίστες στα (εκ πρώτης όψεως) αφιλόξενα βουνά του Σουλίου; «Η απόφαση δεν ήταν εύκολη, πρυτάνευσε όμως η θέλησή μας να αλλάξουμε ζωή, να ζήσουμε, εμείς και τα παιδιά μας όταν έρθουν, κοντά στη φύση, να δοκιμάσουμε κάτι δικό μας, πιο δημιουργικό».
Η ευκαιρία ήρθε με τη μίσθωση ενός παραδοσιακού κτιρίου (ανήκει στον δήμο) στα πηγάδια, τον χώρο συνάθροισης και λήψης των αποφάσεων (βουλή) των Σουλιωτών –ο Γιώργος κατάγεται από την ευρύτερη περιοχή– και της λειτουργίας του ως παραδοσιακού καταλύματος για επισκέπτες, κάτι που έλειπε από το επιβλητικό ορεινό αυτό ανάγλυφο.
Οι δύο νέοι επένδυσαν τις οικονομίες και τις ελπίδες τους φιλοδοξώντας ότι θα πετύχουν, και το παράδειγμά τους θα ακολουθήσουν και άλλοι, και οι άνεμοι άρχισαν να πνέουν ούριοι για το εγχείρημα, καθώς η ύπαρξη και λειτουργία ενός ξενώνα και μάλιστα υψηλής αισθητικής προσελκύει ήδη τους λάτρες του ορεινού και ιστορικού τουρισμού.
Συζητώντας με τους δύο πρώτους… επενδυτές στο Σούλι, δείχνουν να έχουν «διαβάσει» σωστά το τουριστικό «χρυσάφι» που περικλείουν τα άγρια βουνά πάνω από τις εκπληκτικής ομορφιάς πηγές του Αχέροντα ή αλλιώς την Πύλη του Αδη, το περίφημο Νεκρομαντείο, όπου οι ζωντανοί «συναντούσαν» τους νεκρούς τους, τη γραφική Πάργα.
Μέσα σε αυτήν την εδαφολογική «χύτρα» από λιθάρι και πουρνάρι, κρύβεται μια άγρια περιβαλλοντική ομορφιά που συναγωνίζεται την τραχύτητα των λιγοστών ανθρώπων και μπόλικη ιστορία, η οποία, όπως και η περιβαλλοντική προίκα της φύσης, εξακολουθούν να παραμένουν εκτός τουριστικής ατζέντας, κυρίως λόγω απουσίας υποδομών: το Κούγκι του καλόγερου Σαμουήλ, το Κάστρο της Κιάφας, τα θρυλικά πηγάδια, τα σπίτια των καπεταναίων, οι μαγευτικοί νερόμυλοι, ο απόκρημνος Ζάλογγος με τις θεόρατες μαρμάρινες φιγούρες του Σουλιωτισσών φιλοτεχνημένες από τον Γιώργο Ζογγολόπουλο, τα αιματοβαμμένα στον Εμφύλιο βουνά, οι αναρίθμητοι θρύλοι και ιστορίες για τα κατορθώματα των Σουλιωτών και τον Αλη Πασά, τα γραφικά μονοπάτια για οδοιπόρους, συνθέτουν ένα πολύ καλό τουριστικό προϊόν προς αξιοποίηση.
Η δήμαρχος Σουλίου, Σταυρούλα Μπραΐμη-Μπότση, μιλώντας στην «Κ» εξέφρασε την ικανοποίησή της για τη λειτουργία του ξενώνα, τονίζοντας πως η ανάδειξη του ιστορικού χώρου του Σουλίου αποτελεί μια από τις προτεραιότητες της δημοτικής αρχής.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή
{jathumbnail off}