Η συγγραφέας Τατιάνα Αβέρωφ θα επισκεφτεί τα Γιάννενα στις 7 Φεβρουαρίου 2018, για να παρουσιάσει το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο Έγκλημα στον Παράδεισο. Το πρώτο αστυνομικό έργο της Τατιάνας Αβέρωφ είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα χαρακτήρων που συνδυάζει το σασπένς της αστυνομικής πλοκής με μια διεισδυτική ματιά στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής επαρχίας.
Ένα καυστικό σχόλιο για την «πραγματικότητα» της μικρής κλειστής κοινωνίας στη σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης και μια ερωτική ιστορία που σιγοβράζει….
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη, 7 Φεβρουαρίου 2018, στις 7:30 μ.μ., στον Πολιτιστικό Πολυχώρο «Δημ. Χατζής» (Παλαιά Σφαγεία, Ακτή Μιαούλη & Μετσόβου). Θα μιλήσει ο βουλευτής Κώστας Τασούλας και η φιλόλογος Ρένα Παπαδογεώργου. Χαιρετισμό θα απευθύνει ο Περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέξανδρος Καχριμάνης.
Συντονίζει ο δημοσιογράφος Φιλήμων Καραμήτσος. Η συγγραφέας θα συνομιλήσει με το κοινό και θα υπογράψει αντίτυπα του βιβλίου της.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου, η ζωή κυλάει ήσυχα, σχεδόν ειδυλλιακά. Όλα δείχνουν πως η Μαρία έχει διαλέξει το ιδανικό περιβάλλον για να υπηρετήσει τη θητεία της ως αγροτική γιατρός και να ξεφύγει απ’ το τραυματικό παρελθόν της στην Αθήνα.
Ώσπου γίνεται ένας φόνος…
Ο αστυνόμος Περικλής Γαλάνης έρχεται απ’ τα Γιάννενα για να εξιχνιάσει τον μυστηριώδη θάνατο του δημάρχου Κωλέττη, ενός ξεχωριστού ανθρώπου που όλοι πίνουν νερό στο όνομά του. Το κίνητρο μοιάζει ακατανόητο, οι ύποπτοι πολλοί όσο και απρόβλεπτοι. Η υπόθεση περιπλέκεται καθώς ο Γαλάνης παλεύει να αντιμετωπίσει τα εμπόδια που του θέτει ο ντόπιος αστυνομικός και μια παράξενη κοινότητα με τα μυστικά της και τα ψέματά της.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Όση ώρα περιεργαζόταν η Μαρία τα παγάκια στο ποτήρι της, ο Γαλάνης σκαρφάλωνε στο βουνό αποφασισμένος. Για τι πράγμα ακριβώς δεν ήξερε. Κάτι τους είχε διαφύγει, ήταν σίγουρος. Κάτι που ήταν εκεί, κάτω απ’ τη μύτη τους, στον τόπο του εγκλήματος, και δεν είχαν δώσει τη δέουσα προσοχή. Ήξερε λογικά πως αυτό ήταν μάλλον απίθανο, η περιοχή είχε ερευνηθεί απ’ τους άντρες της Σήμανσης που ήταν άριστα εκπαιδευμένοι, αλλά δεν τον ένοιαζε, η παρόρμησή του ήταν πιο δυνατή από εκείνον. Έπρεπε να πάει και να ξαναψάξει ο ίδιος. Με τα πολλά, έφτασε στην κορυφή και σωριάστηκε στο παγκάκι να ξελαχανιάσει. Καταϊδρωμένος. Πώς τα κατάφερνε εδώ ο κόσμος; αναρωτήθηκε. Νέος άνθρωπος ήταν εκείνος, με τόση εξάσκηση για να είναι σε καλή φόρμα, και όμως τα πόδια του δεν τα αισθανόταν. Από τι πάστα ήταν φτιαγμένοι οι ντόπιοι;
Τους είχε δει που ανεβοκατέβαιναν αγόγγυστα στις δουλειές τους – γυναίκες με τα παιδιά τους αγκαλιά, άντρες να τραβολογάνε τα φορτωμένα μουλάρια τους, ακόμα και γριούλες διπλωμένες στα δύο με τα ξύλα δεμένα στην πλάτη. Εικόνες γνώριμες απ’ τα παλιά, σαν να ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια του οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Μπαλάφα, σαν να κατέβηκαν απ’ τις κορνίζες τους οι περήφανες μορφές της δεκαετίας του ’50 για να προστρέξουν εδώ, στον Παράδεισο, στην Ελλάδα της κρίσης.