Κύπρος-Μνημόνιο: η κοινωνικο-οικονομική διάσταση

KYPRIAKH SHMAIAΓράφει ο Ανδρέας Θεοφάνους

Με την είσοδο μας στην εποχή του Μνημονίου προφανώς πολίτες και κοινωνία θα βιώσουμε δύσκολες στιγμές. Όμως είναι καθοριστικής σημασίας αφ’ ενός να κατανοηθούν τα αίτια της σημερινής κατάστασης και αφ’ ετέρου να γυρίσουμε σελίδα παραμερίζοντας τις στρεβλώσεις.

Εξ ορισμού η μείωση μισθών και η αύξηση της φορολογίας ενισχύει τις τάσεις συρρίκνωσης της οικονομίας. Στη σημερινή συγκυρία όπου η κυπριακή οικονομία είναι ήδη σε ύφεση ελλοχεύει ο κίνδυνος εμβάθυνσης της κρίσης. Θα πρέπει λοιπόν να διαχειρισθούμε το Μνημόνιο σωστά και να δούμε πως εξερχόμαστε από την κρίση το συντομότερο. Στην πορεία του χρόνου το όφελος που θα προκύψει από την εφαρμογή του Μνημονίου θα είναι η εξυγίανση της οικονομίας και ο παραμερισμός πολλών στρεβλώσεων. Δυστυχώς το μέγεθος του προβλήματος και το ύψος της οικονομικής στήριξης που απαιτείται καθιστούν το Μνημόνιο αναγκαίο. Το ζητούμενο όμως είναι να έχουν αντίκρισμα οι θυσίες των εργαζομένων από την εφαρμογή του. Φυσιολογικά τίθεται και το ερώτημα κατά πόσον θα υπήρχαν άλλοι τρόποι για εξυγίανση και αναδιάρθρωση της οικονομίας χωρίς το πικρό ποτήρι του Μνημονίου. Ασφαλώς θα ήταν προτιμότερο να υπήρχαν λιγότερες περικοπές και λιγότερες επιπρόσθετες φορολογίες και επιμήκυνση του προγράμματος σταθερότητας στα 6 περίπου χρόνια.

 

Ως έχουν τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολο να πετύχουμε μια άμεση έξοδο από την κρίση χωρίς μεταστροφή του ευρύτερου περιβάλλοντος. Η φύση του Μνημονίου είναι υφεσιακή. Εξ ορισμού η μείωση μισθών και η αύξηση των φορολογιών επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Επειδή οι πρόνοιες είναι αιχμηρές θα επηρεασθεί όλο το φάσμα της καθημερινότητας των καταναλωτών κάποια σχετική μείωση των τιμών θα απαλύνει μερικώς τις αρνητικές συνέπειες. Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ανεργία. Η αναχαίτηση της θα είναι στην αρχή δύσκολη, και θα χρειαστεί έξυπνη αξιοποίηση νέων προοπτικών στους τομείς της ενέργειας, των ανανεώσιμων πηγών, της υγείας, της παιδείας για να προλάβουμε τα χειρότερα.

Αν κατανοήσουμε ότι οι παγιωμένες νοοτροπίες δεκαετιών ήταν και είναι μέρος του όλου προβλήματος τότε προφανώς θα πρέπει να γυρίσουμε σελίδα. Σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετωπίσουμε μεγαλύτερες δυσάρεστες εκπλήξεις. Υπογραμμίζω ιδιαίτερα το καρκίνωμα του λαϊκισμού και των πελατειακών σχέσεων.

Για χρόνια τώρα τόσο το κράτος όσο και η πλειοψηφία των νοικοκυριών ξόδευαν πέραν των δυνατοτήτων τους. Αυτό είχε ημερομηνία λήξης. Το ευρύτερο περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων και της υπέρμετρης αύξησης των τραπεζικών πιστώσεων οδήγησε σε σημαντική αύξηση όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού χρέους. Ελπίζω ότι θα εξέλθουμε από την κρίση σοφότεροι και πιο δυνατοί.

Με το Μνημόνιο γίνεται προσπάθεια εξυγίανσης των δημοσιονομικών δεδομένων καθώς και του τραπεζικού συστήματος. Από μόνο του δεν μπορεί να οδηγήσει στην ανάκαμψη καθώς η οικονομική αρχιτεκτονική τέτοιων Μνημονίων έχει αρκετές ελλείψεις και συντηρείται η ύφεση. Θα πρέπει η νέα κυβέρνηση να αναλάβει επιπρόσθετες πρωτοβουλίες για την ανάκαμψη. Δηλαδή, ενώ η φιλοσοφία και εν πολλοίς οι πρόνοιες του Μνημονίου θα είναι αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής πολιτικής να μην μείνουμε μόνο σε αυτά. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της Λευκωσίας προς τα έσω και προς τα έξω θα είναι καθοριστικής σημασίας για την έξοδο από την κρίση.

Αναμφίβολα ελλοχεύει ο κίνδυνος κοινωνικών εντάσεων και αναταραχής. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να πορευθεί αποφασιστικά αλλά και υπεύθυνα για να ξαναδώσει ελπίδα. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα θεωρώ καθοριστικής σημασίας ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο αναπόσπαστα στοιχεία του οποίου πρέπει να είναι η ισοτιμία των πολιτών, η αλληλεγγύη και η εμπέδωση της ύπαρξης ενός αποτελεσματικού και σχετικά δίκαιου κράτους.

–         Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.