Υπάρχουν γωνιές ξεχασμένες… Χωριά ολόκληρα που μαρτυρούν το μεγαλείο του παρελθόντος. Χωριά που εγκαταλείφθηκαν αλλά επιμένουν να αντιστέκονται στο χρόνο. Τα σπίτια έγιναν ερείπια, οι πλατείες γέμισαν δέντρα, τα σχολειά και οι εκκλησιές με ορθάνοιχτα παράθυρα και πόρτες. Τόποι που αποκτούν ζωή για λίγη ώρα.
Από τα βαριά βήματα κάποιων που έρχονται να συναντήσουν τις αναμνήσεις τους ή άλλων που θέλουν να αφουγκραστούν τα κρυμμένα μυστικά τους.
Μύθοι κι ιστορίες ανταμώνουν στα βράχια. Σε σωρούς από πέτρες, σμιλεμένες από τα χέρια κάποιου μάστορα που χάθηκε.
Είναι τα ξεχασμένα χωριά της Ηπείρου…
Τα βήματα σήμερα σταματάνε. Χάνονται ανάμεσα σε ένα λαμπρό παρελθόν, σε ένα ανύπαρκτο παρόν και σε ένα αβέβαιο μέλλον.
Στα ίδια σοκάκια που κάποτε ήταν γεμάτα από φωνές και λουλούδια. Στις σχολικές αυλές που άλλοτε ξεχείλιζαν από παιδικές φωνές. στις πλατείες που γέμιζαν στα πανηγύρια και στις μεγάλες γιορτές. Στις πέτρινες βρύσες ή τις χωμάτινες δεξαμενές που αντάμωναν οι κυράδες… Άλλες φορές για να πλύνουν τα ρούχα του σπιτιού κι άλλες να γεμίσουν τις ξύλινες βαρέλες και να το μεταφέρουν στα σπίτια.
Στα αλώνια, κι ας μην ήταν μαρμαρένια…
Χωριά από πέτρα, χωριά νεκρά… Ξεχασμένα, αλλά σαν από πείσμα στο χρόνο στέκουν εκεί.
Μνήμη κι ανάμνηση μαζί. Στις κορυφές του Κασιδιάρη το παλιό Μαυρονόρος.
Εδώ όλα ξεκίνησαν το 1866, όταν ο τόπος πρωτοκατοικήθηκε. Ήταν ο τόπος στις κορφές του βουνού, αυτές που πρώτες μαύριζαν από τα σύννεφα.
Ήταν είκοσι οχτώ οικογένειες που ξεκίνησαν από το χωριό Γλούστα, κεφαλοχώρι της Θεσπρωτίας.. Δεν άντεχαν τους Τούρκους, κυνηγήθηκαν και για χρόνια έμαθαν να ζουν κυνηγημένοι…
Στην πλατεία του νέου Μαυρονόρους, τέσσερις διαφορετικές γενιές έχουν να αφηγηθούν.. Όσοι έζησαν εκεί, στα σημερινά χαλάσματα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Την γενιά εκείνων που δεν άκουγε σαν παραμύθι την σφαγή στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού το 1909..
Τα μάτια συχνά βουρκώνουν.. Είναι τόσο δυνατές οι αναμνήσεις. Είναι όσα έζησαν κι όσα ονειρεύτηκαν. Οι πατεράδες που έφευγαν για το μεροκάματο. Και οι γυναίκες, ηρωίδες που δούλευαν στα χωράφια, μεγάλωναν τα παιδιά, κρατούσαν τα σπίτια…
Είναι οι παιδικές αναμνήσεις που σημαδεύουν τις ψυχές για πάντα. Εκεί όπου γίνονταν τα μεγαλύτερα όνειρα…
Είναι και οι νέοι. Αυτοί που γνώρισαν το παλιό Μαυρονόρος μέσα από τις αφηγήσεις παππούδων και πατεράδων. Που αγάπησαν τον τόπο και πάντα θα θέλουν να επιστρέφουν σε τούτα τα χαλάσματα.
Έζησαν επιδρομές, κακουχίες, λεηλασίες.
Μέχρι το 1964 όπου το εγκατέλειψαν και δημιούργησαν το νέο χωριό.
Κι από τότε ένας κύκλος άρχισε να κλείνει. Ότι δημιούργησε ο άνθρωπος πέρασε σταδιακά στη φάση της παραίτησης. Και η πέτρα που κάποτε έχτιζε σπίτια, κυλά αργά στον τόπο που την γέννησε.
Και σ΄ αυτή τη μικρή πορεία θυμίζει ακόμη το μεράκι των ανθρώπων που τη δούλεψαν.
Τα ερείπια αυτά έχουν φωνή. Τα διώροφα αρχοντόσπιτα, η εκκλησιά, το μεγάλο αλώνι, η βρύση, αφηγούνται το καθένα μια διαφορετική ιστορία.
Μια ιστορία που φτάνει μέσα από τα γκρεμισμένα παράθυρα, τους τοίχους που έχουν σωριαστεί, τις πόρτες που άφησαν διάπλατα το χρόνο και το φως να κάνουν τα δικά τους παιχνίδια.
Κι η αίσθηση του επισκέπτη είναι ότι εδώ τίποτα δεν έχει πεθάνει. Η ζωή συνεχίζεται με τον τρόπο που εκείνη έχει επιλέξει.
Περπατώντας ανάμεσα στα χαλάσματα.. Στα ίδια μονοπάτια, στους ίδιες αυλές. Είναι σαν να πάγωσαν τα πάντα. Σαν ο χρόνος να σταμάτησε.
Τόσο που λες δεν μπορεί… Όπου να ναι κάποιος θα φανεί..
Μάταιο.
Ούτε ποιητής, ούτε ζωγράφος θα μπορούσε να αποδώσει τις εικόνες. Τις στιγμές που οι ακτίνες του ήλιου παίζουν με τις πέτρες και αλλάζει χίλια χρώματα η φύση. Είναι οι τελευταίες ακτίνες που χαϊδεύουν τα χαλάσματα, αυτά που τα χουν αγκαλιάσει δέντρα και λουλούδια.
Τι κι αν έχει δεκαετίες να καπνίσει τζάκι, τι κι αν έχει χρόνια να χτυπήσει η καμπάνα του χωριού. Είναι το παρελθόν που θα σου ψιθυρίζει και θα θέλεις να επιστρέψεις εδώ ξανά και ξανά!
Δείτε το οδοιπορικό στο Μαυρονόρος από την εκπομπή «Διαδρομές» του τηλεοπτικού σταθμού Ήπειρος TV1