Στο λόφο Καστρί, κοντά στο Γοργόμυλο Πρέβεζας, τα σε εντυπωσιακό ύψος σωζόμενα ερείπια της αρχαίας πόλης Όρραον δεν αφήνουν ασυγκίνητο κανένα επισκέπτη.
Πανύψηλοι τοίχοι (διώροφων κτηρίων) από ορθογώνιους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους συνδεδεμένους «εν ξηρώ», δηλ. χωρίς συνδετικό, στέκουν εκεί 2400 χρόνια επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη αντοχή.
Είναι πράγματι αξιοπερίεργο το πώς κανένας από τους ξένους περιηγητές του 19ου αι. δεν παρατήρησε αυτόν τον τόσο σημαντικό οικισμό που ελέγχει την διάβαση από την ενδοχώρα στα παράλια του Αμβρακικού .
Έπρεπε να φτάσουμε στο 1931 για να επισημανθεί ο χώρος από τον Nicolaς Hammond, στον οποίο ανήκει και το ενθουσιώδες σχόλιο ότι η λιθοδομή των κτισμάτων του Όρράου ξεπερνάει σε τέχνη αυτήν της Ολύνθου, της Πέλλας, της Δήλου και της Πριήνης.
Τις πρώτες δημοσιεύσεις έκανε ο Hammond το 1953 και την πρώτη ανασκαφή η Ιουλία Βοκοτοπούλου στο κτήριο Δ το 1972. Στην συνέχεια, η ΙΒ΄ Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων διενήργησε εργασίες αναστύλωσης (1972-’76), ενώ από το 1976 ο Σωτήρης Δάκαρης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, άρχισε, σε συνεργασία με τους αρχιτέκτονες W. Hoepfner και E.- L. Schwandner του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, την ανασκαφή και την αναστύλωση της οικίας Α. Σημαντικά ήταν τα συμπεράσματα για την ηπειρώτικη αρχιτεκτονική του 4ου π.Χ. αι.
Στην ταύτιση του οικισμού με το αρχαίο Όρραον, γνωστό από επιγραφές της Δωδώνης (4ος-2ος αι. π.Χ.), συνέβαλε αποφασιστικά η δημοσίευση μιας επιγραφής από τον ναό του Απόλλωνα στην ʼρτα, όπου καθορίζονται τα όρια των αρχαίων πόλεων της Αμβρακίας (ʼρτας) και της Χαράδρου (Φιλιππιάδας).
Το 2003, η ΙΒ΄ ΕΠΚΑ, προχώρησε σε ήπιες παρεμβάσεις, με χρηματοδότηση από το Γ΄ ΚΠΣ. Καθαρίστηκε ο χώρος, έγινε το τοπογραφικό του, υδροδοτήθηκε, ενώ περιορισμένες ήταν οι ανασκαφές και οι στερεώσεις. Για την διευκόλυνση του επισκέπτη τοποθετήθηκαν επεξηγηματικές πινακίδες, διαμορφώθηκαν χώροι ξεκούρασης και θέασης. Τέλος, εξέδωσε σύντομο κατατοπιστικό οδηγό, τον οποίο συνέταξε η Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων, κ. Ανθή Αγγέλη, στην οποία ο έφορος της ΙΒ’ ΕΠΚΑ, ανέθεσε την επιστασία και την παρακολούθηση του έργου.
Το Όρραον χτίστηκε από τους Μολοσσούς τον 4ο αι. π.Χ., περίοδο αστικοποίησης της Ηπείρου, όπου ιδρύονται οχυρωμένοι και οργανωμένοι οικισμοί σε στρατηγικά σημεία.
Βρίσκεται στην δυτική πλευρά του Ξηροβουνίου, σε 350 μ. υψόμετρο, περιστοιχισμένο από βουνά και λόφους, στην αρχή μιας στενής κοιλάδας που οδηγεί στον Κάμπο της ʼρτας και στον Αμβρακικό κόλπο και την οποία χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις μετακινήσεις τους επί χιλιετίες : κτηνοτρόφοι, έμποροι, ταξιδιώτες, αλλά και εχθροί, όπως οι Ρωμαίοι που το 168 π.Χ έκαμψαν την σθεναρή αντίσταση της πολίχνης των 55 στρεμμάτων και των 100 κατοίκων και ανέσκαψαν το ισχυρό τείχος της. Το 31 π.Χ. οι κάτοικοι του Ορράου υποχρεώθηκαν, όπως όλοι οι Ηπειρώτες, να εγκατασταθούν στην Νικόπολη, που ίδρυσε ο Οκταβιανός σε ανάμνηση της νίκης του στο ʼκτιο.
Η πόλη είναι χτισμένη με το ιπποδάμειο σύστημα. Παράλληλοι δρόμοι τέμνονται από κάθετους σχηματίζοντας οικοδομικά τετράγωνα πλάτους 15 μ. Κάθε τετράγωνο αντιστοιχεί και σε ένα σπίτι. Υδρευόταν από μια πηγή έξω από το τείχος και μια εντυπωσιακής κατασκευής δεξαμενή στο βόρειο σκέλος του τείχους. Δεν διέθετε αποχετευτικό σύστημα.