Γράφει: Βασίλης Μπαλάφας
Σε άρθρο μου τον Ιούνιο του 2008 (!), σχετικά με την ανάγκη να τεθούν σε πρώτη προτεραιότητα οι επί του πρακτέου παροχές προς τους πολίτες, σημείωνα τα εξής :
«Οι διευθυντές των Ι.Κ.Α. βγαίνουν στα κανάλια δηλώνοντας ανερυθρίαστα ότι αδυνατούν να ελέγξουν τις υπηρεσίες τους, καθώς στη χώρα μας συνεχίζουμε να βλέπουμε το γιατρό ή το δικηγόρο ως τους μοναδικούς «γραμματιζούμενους» πολίτες και όχι ως μια ακόμα κατηγορία επαγγελματιών όπως εκατοντάδες άλλες.
Οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι όταν δε βρίσκουν το γιατρό στη θέση του, αντί να διαμαρτυρηθούν στην αμέσως επόμενη ιεραρχικά βαθμίδα, αφορίζουν τον Υπουργό, τον Πρωθυπουργό, την Κυβέρνηση και όχι τον ίδιο το γιατρό που απλώς δεν κάνει τη δουλειά του γιατί «ξεχάστηκε» ή γιατί είναι στο ιδιωτικό του ιατρείο.»
«Ο ασφαλισμένος πληρώνει αδρά την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που τελικά δεν
έχει ή που δεν μπορεί να απολαύσει καθώς πολλές φορές αναγκάζεται να λείψει από την
εργασία του για να καταφέρει – αν καταφέρει και αν προλάβει – να δει έναν γιατρό στο
Ι.Κ.Α.. Εν τέλει αναγκάζεται να επισκεφθεί ιδιωτικά ιατρεία και να πληρώσει ακόμα ένα
κάρο λεφτά αν σε αυτά υπολογίσουμε και τις υποχρεωτικές εισφορές του.»
«Είναι ανάγκη να ισχύσουν αυστηροί έλεγχοι στην αλόγιστη χορήγηση φαρμάκων που παρατηρείται, να αντιμετωπιστούν οι γιατροί στο Ι.Κ.Α. ως εργαζόμενοι που έχουν υποχρεώσεις και όχι ως νομπελίστες, να λειτουργήσουν παντού υποχρεωτικά τα τηλεφωνικά ραντεβού, να προσληφθούν ιατροί αποκλειστικής απασχόλησης σε κάθε ειδικότητα, να δημιουργηθούν ηλεκτρονικά συστήματα όπου ο ασφαλισμένος να μπορεί μέσω internet να κλείσει ραντεβού ή να παρακολουθήσει το ιστορικό του σε συνδυασμό με τον περίφημο Α.Μ.Κ.Α. ο οποίος μπορεί να εξελιχθεί σε μια πολύ χρήσιμη smart card.»
Τότε, τέτοιου είδους επισημάνσεις θεωρούνταν δευτερεύουσες και δεν τους έδινε κανείς τη σημασία που θα έπρεπε. Το πλαίσιο που περιγράφηκε παραπάνω ισχύει σήμερα σε σχεδόν κάθε έκφανση αυτού που αποκαλούμε κράτος πρόνοιας, είτε μιλούμε για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, είτε για την Παιδεία, είτε για την Ασφάλεια, είτε για τις δομές κρατικής πρόνοιας γενικότερα.
Στο πέρασμα των τελευταίων 30 και πλέον ετών, οι Έλληνες εκπαιδεύτηκαν από τις ηγεσίες τους έτσι ώστε να θεωρούν ως «πρόνοια» την παροχή σε χρήμα. Επιδόματα, βοηθήματα, έκτακτα βοηθήματα, προσωρινές απαλλαγές παντός τύπου, όλα αυτά μεταφράζονταν τελικά σε κάποιο ποσό που ο πολίτης έπαιρνε στο «χέρι» και αυτό το θεωρούσε κράτος πρόνοιας την ώρα που οι ανάλογες δομές γύρω του υπολειτουργούσαν, αχρηστεύονταν, υποτάσσονταν στα κελεύσματα του κάθε ψευτοσυνδικαλιστή που θεωρούσε κοινωνικά δίκαιο το να παραλύουν αυτές οι δομές προκειμένου εκείνος να εξασφαλίσει ή να εκβιάσει για τα ειδικά προνόμια της υποομάδας που εκπροσωπούσε.
Με αυτό τον τρόπο η Παιδεία αντικαταστάθηκε από τα φροντιστήρια, οι γιατροί των ασφαλιστικών ταμείων έγιναν είδος σε ανεπάρκεια, η Ασφάλεια αντικαταστάθηκε από ακριβά συστήματα συναγερμών, ραντάρ, αλουμινοκατασκευών, σύρτες και «πολεμίστρες». Η «πρόνοια» έγινε «μαγαζάκι» του κάθε μικροπαραγοντίσκου σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, που μοίραζε βεβαιώσεις και χαρτιά είσπραξης ανεξαιρέτως αν πράγματι κάποιος έπρεπε ή όχι να εισπράξει κάποιο βοήθημα, γιατί με αυτό τον τρόπο γέμιζε το σακούλι του με ψηφαλάκια ενόψει αυτοδιοικητικών, εθνικών, συνδικαλιστικών ή άλλων εκλογών.
Τίποτα δε λειτουργεί σωστά. Τα νηπιαγωγεία, τα σχολεία, τα δημόσια ιατρεία, οι προνοιακές υπηρεσίες, γενικώς οι κρατικές δομές στηρίχθηκαν στο φιλότιμο ορισμένων δημοσίων λειτουργών που παλεύουν με πενιχρά μέσα να τις υπηρετήσουν, έχοντας απέναντί τους συναδέλφους που ολίσθησαν – ακούσια ή εκούσια – στον ωχαδερφισμό, διοικήσεις που τους αφαίρεσαν την οποιαδήποτε δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών, πολίτες που έχουν ως στόχο μονάχα να τους υποβαθμίσουν, να τους βρίσουν, ή να βγάλουν επάνω τους το όποιο κόμπλεξ τους θεωρώντας τους δούλους επειδή και καλά «εμείς σας πληρώνουμε», άσχετα αν οι περισσότεροι που το λένε αυτό δεν έχουν δώσει ποτέ ένα ευρώ φόρο στην πατρίδα.
Κάπως έτσι χάθηκε το μέτρο, χάθηκε ο σεβασμός, η ιεραρχία, η πειθαρχία και εν τέλει η ίδια η παροχή υπηρεσίας. Ο κόσμος θεωρεί ως πρόνοια μόνο το να πάρει λεφτά και μάλιστα αυτά σε μηνιαία, απρόσκοπτη βάση.
Σήμερα που οι δυνατότητες να μοιράζεται δανεικό χρήμα εκμηδενίστηκαν, οι δομές αυτές και η κοινωνία ολόκληρη πρέπει να τεθούν σε πρώτη προτεραιότητα έτσι ώστε να προσφέρουν υπηρεσία και να αντισταθμίζουν τη ραγδαία πτώση των ονομαστικών εισοδημάτων των πολιτών. Μπορεί να μην πάρει ο πολίτης χρήμα στα χέρια του, αλλά αν λειτουργούν σωστά τα σχολειά, οι σταθμοί, η δημόσια περίθαλψη και νοιώθει ασφαλής στον τόπο του χωρίς να χρειάζεται να φτιάξει ένα ιδιωτικό φρούριο, τότε αμέσως θα φύγει από την πλάτη του ένα βάρος που τώρα το πληρώνει αδρά και μάλιστα εις διπλούν, αν μιλούμε για εκείνους που συνεπώς πληρώνουν τους φόρους και τις εισφορές τους.
Ανατροπή εδώ και τώρα
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που συνδυάζουν την όποια ανατροπή της κατάστασης στην οποία έχουμε φτάσει, με την καταστροφή, την ισοπέδωση, τον βανδαλισμό και εν τέλει την κατάρρευση. Θα μπορούσα να πω ότι δεν έχουν άδικο, με την προϋπόθεση όμως ότι ταυτόχρονα θα ήταν σε θέση οι ίδιοι να «οικοδομήσουν» την αμέσως επόμενη μέρα της καταστροφής, να εξασφαλίσουν την ομαλή και γρήγορη μετάβαση στη νέα κατάσταση, που με τρόπο εγγυημένο θα μπορούσε να διατηρήσει τη συνοχή της κοινωνίας, έστω και στα πολύ χαμηλά επίπεδα που βρίσκεται σήμερα.
Από τη δική μου πλευρά, ανατροπή σημαίνει να λειτουργήσουν επιτέλους ομαλά και έτσι όπως προβλέπεται από το νόμο, οι δομές του κράτους, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, των μεγάλων επιχειρηματικών σχημάτων, να λειτουργήσει ομαλά η ίδια η αγορά και να ακολουθήσει τη ροή της καθημερινότητας με στόχο να την αναβαθμίσει, να ενεργοποιήσει ξανά τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου και ιδιαίτερα τους νέους, που με αγωνία ήδη σκέφτονται το πώς θα δημιουργήσουν ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους, μιας και γνωρίζουμε ότι οι ίδιοι είμαστε η γενιά που θα θυσιαστεί για να μπορέσουμε να φτιάξουμε την Ελλάδα από την αρχή.
Είναι αδιανόητο την ώρα που τα εισοδήματα των πολιτών, τα τελευταία 2 χρόνια, έχουν περικοπεί – σε πραγματικούς αριθμούς – πάνω από 35 %, να μη μεταβάλλονται οι τόκοι που θέλουν να εισπράξουν οι τράπεζες από δάνεια που έχουν χορηγήσει στο παρελθόν με τελείως διαφορετικές συνθήκες. Δεν είναι ίδια πια η αξία του χρήματος. Τα 100 ευρώ παλαιότερα είχαν πολύ μικρότερη πραγματική αξία από αυτή που έχουν σήμερα, οπότε η διατήρηση των τόκων στα ίδια επίπεδα είναι σαν να διπλασιάζεται ή τριπλασιάζεται η τελική αξία των δανείων (κεφάλαιο + τόκοι).
Είναι αδιανόητο να έχουν συμβεί στη χώρα όσα έχουν συμβεί και να μην πέφτουν οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών και δεν μιλώ μόνο για το «καλάθι της νοικοκυράς» για το οποίο αρέσκονται να μιλούν οι ιθύνοντες. Υπάρχουν εκατοντάδες αγαθά που είναι απαραίτητα για μια «ευρωπαϊκή» οικογένεια, που όμως δεν συμπεριλαμβάνονται στο καλάθι αυτό. Η Ελλάδα όμως δεν μπήκε στην Ευρώπη για να γίνει Βουλγαρία, μπήκε για να γίνει κάτι άλλο, καλύτερο, άσχετα με τα εγκληματικά λάθη που έκανε η ίδια.
Ποιοι τολμούν και μιλούν
Παρακολουθώ τον τελευταίο καιρό τις πολιτικές συζητήσεις που γίνονται στα διάφορα τηλεοπτικά πάνελ, διαβάζω άρθρα ανθρώπων που έχουν κυβερνήσει την Ελλάδα για 20 – 25 χρόνια, ακούω συζητήσεις που κάνουν δημόσια – και σε ηλεκτρονικά μέσα – άνθρωποι που υπηρέτησαν φανατικά το «σοσιαλιστικό» μοντέλο διοίκησης έτσι όπως αυτό εφαρμόστηκε στρεβλά στη χώρα από το 1981 και μετά.
Οι περισσότεροι από αυτούς εμφανίζονται σήμερα ως όψιμοι τιμητές των απόψεων που αντιτάσσονταν διαχρονικά σε αυτές τις λογικές, είναι επιθετικοί ενάντια σε όποιον αρθρώνει διαφορετικό λόγο και καλούν την κοινωνία σε μια επανάσταση που εμπεριέχει την ανεξέλεγκτη πτώχευσή της και την επιβολή αναρχίας.
Είναι γεγονός ότι οι ιδεολογικές καταβολές τους κατέρρευσαν και διαψεύστηκαν και αυτό είναι δύσκολο για κάποιον να το δεχθεί. Είναι γεγονός ότι όσα πίστευαν εξαφανίστηκαν μπροστά στη συνειδητοποίηση ότι οδήγησαν τον τόπο σε έναν εθνικό διασυρμό μόλις κόπηκαν τα δανεικά. Καταλαβαίνω τις πικρίες τους, καταλαβαίνω το θυμό τους. Αντιλαμβάνομαι τη διάψευση των προσδοκιών τους, όμως δεν θα καταρρεύσει η πατρίδα μαζί τους προκειμένου να βουλιάξουμε όλοι παρέα, χασκογελώντας βλακωδώς.
Μόλις προχθές ο Βενιζέλος μιλούσε στην τηλεόραση για πολιτικές αντιλήψεις που έκαναν την σκανδαλολογία πολιτική πρακτική, που έκαναν την αντίσταση σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση ιδεολογικό μανιφέστο, που μετέτρεψαν τον κρατισμό σε κεντρική επιδίωξη της πολιτείας. Παρέλειψε βέβαια ο Βενιζέλος να πει ότι αυτό που περιέγραφε ήταν αυτό που και ο ίδιος υπηρέτησε εδώ και δεκαετίες, ήταν αυτό που οδηγούσε τον Καστανίδη να σκαρφαλώνει στα κάγκελα των λιμανιών, που έκανε το ΠΑΣΟΚ να αρνείται τη συνένωση των ασφαλιστικών ταμείων, την πώληση της Ολυμπιακής και πολλά άλλα.
Γι’ αυτό τώρα είναι ανάγκη να γίνουν πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία οι δυνάμεις που με συνέπεια αντιτάχθηκαν σε αυτές τις λογικές και με τη βοήθεια μιας συνειδητοποιημένης κοινωνίας να αποτινάξουν επιτέλους από πάνω μας το φάντασμα του «σοσιαλιστικού» λαϊκισμού.