Σαουλίκο ήταν το όνομα μίας παραλιακής ταβέρνας λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, πήγαινε κάθε Κυριακή (καθώς η αργία του Σαββάτου είχε καταργηθεί με νόμο του 1924 ως εβραϊκή), ο Ρόμπυ Βαρσάνο, με συγγενείς και φίλους. Πήγαιναν νʼ ακούσουν τη θρυλική Βέμπο, που τους άρεζε πολύ.
Σαουλίκο είναι και το όνομα του βιβλίου των Πάνου Μπαΐλη και Σάμμυ Βαρσάνο (εκδ. Ισνάφι, 2012), ενός μυθιστορήματος βασισμένου σε δύο πραγματικές ιστορίες.
Πρόκειται, όπως αναφέρει στον πρόλογο ο δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Θεσσαλονίκης Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, για μία αυτοβιογραφική αφήγηση πολέμου του Ρόμπυ Βαρσάνο, για τον «Εβραίο με αριθμό στο αριστερό μπράτσο 115365».
Ελευθερία είναι το όνομα μίας κεντρικής πλατείας στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Ρόμπυ είδε το 1942 όλους τους συγγενείς και φίλους να καταγράφονται σε λίστες ως φορείς μιας … αρχαίας αρρώστιας. Στην ίδια πλατεία, το 1957 αναγνώρισε τυχαία μέσα στο πλήθος τον «διαβολικό Μαξ», τον άνθρωπο που εφάρμοσε την «τελική λύση» σε όσους είχαν το στίγμα αυτής της αρρώστιας στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ρόμπυ φώναξε την αστυνομία για να τον συλλάβει, όπως κι έγινε. Όμως η Γερμανία δεν θα δεχόταν τους Έλληνες μετανάστες και δεν θα έδινε ένα δάνειο πολλών εκατομμυρίων αν δεν τον άφηναν ελεύθερο. Αλλά και η αγαπημένη του πόλη, η Θεσσαλονίκη, είχε πολλούς παρακρατικούς, καταδότες, εκβιαστές, μαυραγορίτες, παλικαράδες και άλλους, που είχαν κερδίσει πολλά ως συνεργάτες των ναζί.
Ο Ρόμπυ είχε χιλιάδες ιστορίες να διηγηθεί στους συμπολίτες του για όσους είδε να χάνονται στο Άουσβιτς. Αλλά το Σαουλίκο είχε εξαφανιστεί μαζί με τους θαμώνες του. Είχε μείνει μόνος με τον αριθμό 115.365, που δεν θα σβηνόταν ποτέ από το αριστερό του μπράτσο.
Το Σαουλίκο, όπως αναφέρει στον πρόλογο ο κ. Μηταφίδης, στέλνει ένα οικουμενικό μήνυμα, πως η απόκρισή μας στην εναγώνια “κραυγή για το αύριο” των νεκρών ή επιζώντων του Ολοκαυτώματος και των ποικίλων θυμάτων του ρατσισμού πρέπει να είναι η αποκατάσταση των ιστορικών αδικιών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η καταπολέμηση των ανισοτήτων και διακρίσεων.
Ή, όπως το θέτουν οι συγγραφείς, σ’ ένα εμβληματικό απόσπασμα του βιβλίου: “Αλήθεια, είχαν πατρίδα οι κολασμένοι; Και ποια ήταν αυτή; Η Θεσσαλονίκη, τα Ιεροσόλυμα, η Πολωνία; Για τον Ρόμπυ, η πατρίδα του ήταν η Θεσσαλονίκη, μα για τον αδελφό του, τους γονείς του, τους θείους του, τους φίλους του- κοντά τριάντα ψυχές- η πατρίδα, η παντοτινή τους πατρίδα, ήταν το Άουσβιτς. Ο ουρανός του Άουσβιτς και όχι η γη του. Στον ουρανό, εκεί ήταν η πατρίδα τους. Μόνο που δεν ήξερε, όταν φυσάει ο αέρας, αέρας δυνατός και μετακινείται από χώρα σε χώρα, δεν ήξερε για πού ταξίδευε η πατρίδα των δικών του. Αέρας είναι, όπου θέλει σε πάει. Μπορεί να ανακατευόταν με τον δικό τους Βαρδάρη και να τους έφερνε ως τη Θεσσαλονίκη. Όλα γίνονται σ’ αυτή τη ζωή. Θα ήταν πολύ ωραίο, οι πατρίδες να μετακινούνται με τον αέρα και να ανακατεύονται. Να ανακατεύονται οι άνθρωποι πριν προλάβουν να ριζώσουν για να μην έρχονται οι άλλοι να τους ξεριζώνουν. Μακάρι να ήταν αέρας οι πατρίδες. Μα δεν ήταν και δεν είναι”.