Την έντονη ανησυχία και τον προβληματισμό της εκφράζει η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων η οποία σε έκτακτη συνεδρίασή της συζήτησε το νέο τοπίο στην ανώτατη εκπαίδευση με αφορμή το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
Η Σύγκλητος του ΠΙ εκφράζει επίσης την έντονη δυσαρέσκειά της για τον ανεπαρκή χρόνο της δημόσιας διαβούλευσης του πολυνομοσχεδίου και τον κριτικό προβληματισμό της για τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της σχεδιαζόμενης ίδρυσης μη Κρατικών Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων («Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης –ΝΠΠΕ»). Η ίδρυση αυτή σχεδιάζεται σε μια δύσκολη χρονική συγκυρία, όταν τα Δημόσια Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας μάχονται να αντιμετωπίσουν τις εξαιρετικά
δυσμενείς, οικονομικές και άλλες, συνθήκες που επικρατούν σήμερα και που δημιούργησε η παρατεταμένη πολύπλευρη κρίση της τελευταίας 15ετίας.
Επισημαίνει ότι το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων αποτελεί ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα με ιδιαίτερη γεωπολιτική θέση και συνιστά ένα εκ των πλέον αναγνωρίσιμων περιφερειακών ιδρυμάτων της χώρας μας ικανό να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μεσογείου.
Διαπιστώνει επιπλέον ότι ο ιδιαίτερος αυτός ρόλος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο οποίος πιστοποιείται από την παρουσία και τις δράσεις του κατά τα εξήντα χρόνια της λειτουργίας του, δεν λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό της πολιτικής για τα κρατικά Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας. Ιδιαιτέρως, αυτό που διαφαίνεται μέσα από το κατατεθέν πολυνομοσχέδιο είναι ότι καμία δικλείδα ασφαλείας δεν προσφέρεται για την προστασία και διασφάλιση της μελλοντικής εύρυθμης λειτουργίας του. Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων έχει κατακτήσει μια σημαντική θέση στις διεθνείς κατατάξεις/αξιολογήσεις, μέσω της συνεχούς διδακτικής και ερευνητικής προσπάθειας των μελών του, υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και παρά τις μεγάλες δυσκολίες που συχνά αντιμετωπίζει στην καθημερινή λειτουργία του.
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, έχοντας συνείδηση της ευθύνης της έναντι του συνόλου της πανεπιστημιακής κοινότητας, αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει ότι οι διατάξεις του νέου πολυνομοσχεδίου:
• δημιουργούν ένα περιβάλλον μεγάλης και ανεξέλεγκτης κινητικότητας του επιστημονικού ανθρώπινου δυναμικού στο εσωτερικό της χώρας, το οποίο θα οδηγήσει στην αποψίλωση των ήδη υποστελεχωμένων περιφερειακών Πανεπιστημίων,
• στερούν από τα Δημόσια Πανεπιστήμια, μέσω της υιοθέτησης του νέου αλγόριθμου 70%-30% της κατανομής της χρηματοδότησης της Ανώτατης Εκπαίδευσης, σημαντικά κονδύλια που είναι αναγκαία για τη λειτουργία τους,
• θέτουν σε κίνδυνο την ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα καθώς, μεταξύ άλλων, προβλέπονται μη ισότιμες διαδικασίες επιλογής μελών ΔΕΠ στα ΝΠΠΕ και απαιτούνται υποδομές υποδεέστερες αυτών των Δημόσιων Πανεπιστημίων,
• αποδυναμώνουν το αυτοδιοίκητο των Πανεπιστημίων σε μια συγκυρία όπου αυτό θα έπρεπε αντιθέτως να ενισχυθεί,
• αυξάνουν αντί να μειώνουν τη γραφειοκρατία και τις μακροχρόνιες δυσλειτουργίες του διοικητικού μηχανισμού των Πανεπιστημίων,
• δεν εξασφαλίζουν την άρση των δυσμενών συνθηκών που δημιούργησε η 15ετής πολύπλευρη κρίση, όσον αφορά στην υποστελέχωση και υποχρηματοδότηση των Δημόσιων Πανεπιστημίων.
Στο νέο ακαδημαϊκό χάρτη που δημιουργείται, προς τον οποίο το υπό συζήτηση πολυνομοσχέδιο συνιστά το πρώτο αποφασιστικό βήμα, κάθε Δημόσιο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα οφείλει να είναι ανταγωνιστικό σε όρους ποιότητας εκπαίδευσης, παραγωγής ερευνητικού έργου και παροχών φοιτητικής μέριμνας. Το σύνολο των ακαδημαϊκών Τμημάτων του ΠΙ έχει αξιολογηθεί επιτυχώς από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) και το διδακτικό και ερευνητικό έργο που παράγει είναι υψηλής ποιότητας και αναγνωρίζονται διεθνώς. Η Πολιτεία οφείλει να παρέχει την απαραίτητη ενίσχυση, ώστε το ΠΙ να διατηρεί και να αναπτύσσει το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό του, να βελτιώνει περαιτέρω τους δείκτες ποιότητας του εκπαιδευτικού και ερευνητικού του έργου, να δημιουργεί νέα, διεπιστημονικά και εξωστρεφή προγράμματα σπουδών με συνέργειες μεταξύ των Τμημάτων του ή με ΑΕΙ της ημεδαπής και αλλοδαπής και να αυξάνει τον αριθμό των επωφελούμενων φοιτητών/τριών από τις παροχές της φοιτητικής μέριμνας.
Ως Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, το ΠΙ, που έχει αναπτύξει έντονη επιστημονική δράση και κοινωνική προσφορά στη χώρα για πάνω από μισό αιώνα, στηρίζει και επιζητεί την υγιή ακαδημαϊκή άμιλλα, είναι όμως αντίθετο σε κάθε μορφής αθέμιτο ανταγωνισμό. Η Σύγκλητος του ΠΙ εκφράζει την ανησυχία της για το μέλλον του Δημόσιου Περιφερειακού Πανεπιστημίου και ζητά οι δημόσιοι πόροι να διατίθενται αποκλειστικά στα Δημόσια Ακαδημαϊκά Ιδρύματα.
Το κατατεθέν πολυνομοσχέδιο δεν θα πρέπει να λειτουργήσει σε βάρος της Δημόσιας Ανώτατης Παιδείας, ένα αγαθό που αποτελεί βασική προσδοκία του μεγαλύτερου μέρους της Ελληνικής κοινωνίας. Η Σύγκλητος του ΠΙ συμμερίζεται την αγωνία των φοιτητών και των φοιτητριών για την αξία των πτυχίων τους και υπερασπίζεται το δικαίωμα των νέων αυτής της χώρας να έχουν πρόσβαση στη δωρεάν ανώτατη παιδεία. Παράλληλα, τονίζει ότι το Δημόσιο Πανεπιστήμιο οφείλει να παραμείνει ανοιχτό, για να διευκολύνει τον διάλογο όλων των εμπλεκομένων μερών (διδακτικό, ερευνητικό και διοικητικό προσωπικό, φοιτητές και φοιτήτριες όλων των κύκλων σπουδών) και κυρίως να λειτουργεί ως πρότυπο και ως μέτρο για την ποιοτική Ανώτατη Εκπαίδευση.
Εν κατακλείδι, σύσσωμη η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου εκφράζει τη βαθιά της ανησυχία για τη διαπιστωμένη και σε βάθος χρόνου μη επαρκή στήριξη της Δημόσιας Ανώτατης Εκπαίδευσης. Πιστεύει ότι προτεραιότητα της Πολιτείας στην παρούσα χρονική στιγμή θα έπρεπε να είναι η έμπρακτη και ουσιαστική στήριξη της Δημόσιας Ανώτατης Εκπαίδευσης με ενίσχυση των ΑΕΙ σε ανθρώπινο δυναμικό, κτιριακές και ερευνητικές υποδομές και όχι η δημιουργία νέων δομών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η υποβάθμιση του Δημόσιου Πανεπιστημίου λαμβάνει χώρα εδώ και καιρό και η Πολιτεία οφείλει να αποδείξει στον ελληνικό λαό ότι και επιθυμεί και είναι σε θέση να την ανασχέσει και να την αντιστρέψει πράττοντας τα δέοντα.