Ήταν οι ξακουσμένοι «βικογιατροί» του Ζαγορίου, περιπλανώμενοι πρακτικοί θεραπευτές, οι οποίοι, από τον 17ο έως τον 19ο αιώνα, γιάτρευαν ανθρώπους και ζώα, χρησιμοποιώντας τα φαρμακευτικά είδη και βότανα του φαραγγιού του Βίκου.
Με μακριά μαλλιά και ιδιαίτερη ενδυμασία, φορώντας μαύρο μάλλινο παλτό, τη σεγκούνα, και ένα ιδιότυπο καπέλο και κρατώντας πάντα μια ράβδο, το ματσούκι, οι «βικογιατροί» γύριζαν το καλοκαίρι για δύο μήνες στα χωριά τους, μάζευαν τα φαρμακευτικά φυτά, ετοίμαζαν τα θαυματουργά τους γιατρικά και μετά γυρνούσαν με το άλογό τους τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα υπάρχει ένας απέραντος θησαυρός με βότανα στη φύση, όπως για παράδειγμα στα Τρίκαλα.
Στις μέρες μας, πλέον, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ένα έντονο ενδιαφέρον για πιο υγιεινό τρόπο ζωής, κοντά στην παραδοσιακή γνώση, κάτι που προκαλεί αυξημένο ενδιαφέρον, σε παγκόσμιο επίπεδο για τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά ως φυσικά θεραπευτικά μέσα, το οποίο αντανακλάται στην αυξημένη ζήτηση στις ευρωπαϊκές αγορές.
Την επισήμανση έκανε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η Καλλιόπη Στάρα, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Εργαστήριο Οικολογίας, Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με αφορμή τις εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος «INCREdible – Δίκτυα Καινοτομίας για τον φελλό, το ρετσίνι και τα εδώδιμα μη ξυλώδη δασικά προϊόντα της Μεσογειακής Λεκάνης».
«Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων συμμετέχει στο πρόγραμμα με επιστημονικά υπεύθυνο τον καθηγητή John Halley, με έρευνα και παρουσίαση δύο προϊόντων βιολογικής προέλευσης που δεν αφορούν στο ίδιο το ξύλο, τα φαρμακευτικά φυτά και τα μανιτάρια», εξηγεί η κ. Στάρα, προσθέτοντας ότι «μεγάλο μέρος της γνώσης για τα βότανα, έχει δυστυχώς χαθεί».
«Αποκαλούσαν και κομπογιαννίτες (κόμπος=μαγικός κατάδεσμος και γιαννίτης= από τα Γιάννενα) όσους χρησιμοποιούσαν βότανα για θεραπείες», συμπληρώνει. Στις μέρες μας, μεγάλο μερίδιο στη ζήτηση κατέχει ακόμα το τσάι του βουνού (Sideritis raeseri) που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Ήπειρο όπου και φύεται ως θερμαντικό και θεραπευτικό ρόφημα. Μάλιστα, η κατακόρυφη άνοδος της ζήτησης, έχει σαν αποτέλεσμα την καλλιέργεια με σκοπό να καλύπτονται οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες μιας διεθνούς αγοράς, χωρίς να απειλούνται οι αυτοφυείς άγριοι πληθυσμοί.
«Σύμφωνα με σχετικές έρευνες, ένας στους τρεις Ευρωπαίους, συλλέγει κάτι στα δάση, όπως βότανα ή μανιτάρια, έχει δηλαδή μία σχέση με τη φύση κάτι που είναι επιθυμητό, εφόσον βέβαια η συλλογή γίνεται μόνο για ατομική κατανάλωση και όχι για εμπορικούς σκοπούς», τονίζει η κ. Στάρα.
Στο στόχαστρο του προγράμματος «INCREdible», που συντονίζεται από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δασών (EFI) και χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα HORIZON 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είναι και τα μανιτάρια και οι τρούφες ως μη ξυλώδη δασικά προϊόντα, με τα οποία συμμετέχει το Εργαστήριο Φυτοϋγείας του τμήματος Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων παρουσιάζοντας τη συνεργασία με το TRΟUFACLUB στην εφαρμογή της ιδέας των ελληνικών τρουφόδεντρων (εμβολιασμού τοπικών φυτών με τοπικά είδη τρούφας) μεταξύ των υπόλοιπων δραστηριοτήτων του.
Όπως εξηγεί η κ. Στάρα, οι τρούφες αποτελούν τους υπόγειους καρπούς κάποιων ειδών μυκήτων με κοινά είδη στην Ελλάδα αυτά που ανήκουν στα γένη Tuber και Terfezia. Το κυνήγι τρούφας αποτελεί μια ολοένα και πιο δημοφιλή δραστηριότητα στα ευρωπαϊκά δάση, τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας, με μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης λόγω μιας ανερχόμενης γαστρονομικής αξίας. Καθώς η ζήτηση για τα μανιτάρια συνεχώς αυξάνεται, κατάλληλες πρακτικές δασικής διαχείρισης (mycosilviculture) και τεχνικές καλλιέργειας για τη βελτιστοποίηση της παραγωγικότητας και ποικιλίας των καλλιεργούμενων εδώδιμων μανιταριών και της τρούφας, σε συνδυασμό με καινοτόμες πρακτικές που δεν βλάπτουν τις άλλες οικοσυστημικές λειτουργίες των δασών, αποτελούν μία από τις βασικές προκλήσεις για τη διαχείριση των ιδιαίτερων αυτών μη ξυλωδών δασικών προϊόντων.
«Έχει διαπιστωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις, η διαχείριση των μη ξυλωδών προϊόντων σε ένα δάσος, αποφέρει περισσότερα απ’ ό,τι η ξυλεία καθώς, ειδικά για περιοχές στη βόρεια Ευρώπη, δεν μπορούμε να τις ανταγωνιστούμε στις τιμές στα ξύλα», καταλήγει η κ. Στάρα.