Διπλωματικό θρίλερ βρίσκεται σε εξέλιξη τις τελευταίες ώρες, μεταξύ Αθήνας και Τιράνων, με αφορμή τον θάνατο του Κωνσταντίνου Κατσίφα από τα πυρά της Αλβανικής αστυνομίας. Αίσθηση προκάλεσε η αντίδραση του Ράμα στην ανακοίνωση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών ενώ σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος της χώρας καταδικάζει το γεγονός και ζητά την πλήρη διαλεύκανση των συνθηκών θανάτου του 35χρονου Βορειοηπειρώτη. Το κλίμα στον χώρο της ελληνικής μειονότητας είναι βαρύ ενώ τα Τίρανα για μία ακόμη φορά εκμεταλλεύονται το συμβάν προκειμένου να στοχοποιήσουν τον ελληνισμό στη γείτονα.
Και βέβαια η Κυβέρνηση Ράμα έχει λόγους να το κάνει. Η ίδια βουλιάζει στα σκάνδαλα και οι τελευταίες ημέρες ήταν εξαιρετικά δύσκολες για τον πρωθυπουργό. Αυτόματα η ατζέντα άλλαξε και τα πυρά κατευθύνονται και πάλι στην μειονότητα.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ξεκίνησε το επεισόδιο με τον 35χρονο στους Βουλιαράτες όπως και αυτές κάτω από τις οποίες γράφτηκε ο επίλογος μένουν αδιευκρίνιστες.
Ακόμη δεν έχει αποσαφηνιστεί το σημείο όπου ο νεκρός πλέον κάτοικος του χωριού ύψωσε την ελληνική σημαία. Σε κάθε περίπτωση το χωριό αναγνωρισμένο μειονοτικό, δικαιούται εκ της Αλβανικής νομοθεσίας να διατηρεί και να τιμά τα εθνικά σύμβολα.
Φαίνεται ωστόσο ότι η σημαία που ύψωσε ο Κωνσταντίνος Κατσίφας έφερε την πρώτη αντιπαράθεση με την Αλβανική αστυνομία.
Ο ίδιος φέρεται να πυροβόλησε και στη συνέχει κινήθηκε προς τα ορεινά του χωριού για να αποφύγει την σύλληψη.
Στο χωριό έφτασαν ισχυρές δυνάμεις και ειδικά δυνάμεις της Αστυνομίας καθώς και ελικόπτερο.
Έτσι δεκάδες αστυνομικοί κυνηγούσαν έναν και μοναδικό άνθρωπο.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οδηγήθηκε στο θάνατο είναι αδιευκρίνιστες.
Τοπικά μέσα ανέφεραν πως οι δυνάμεις της RENEA κάλεσαν τον 35χρονο να παραδοθεί αλλά ο Κατσίφας δεν απάντησε στις εκκλήσεις της αστυνομίας. «Άνοιξε πυρ και έβαλε σε κίνδυνο τις ζωές των αστυνομικών» αναφέρει η ανακοίνωση της αστυνομίας, και συνεχίζει: «Οι ειδικές δυνάμεις προσπάθησαν να καλυφθούν για να προστατεύσουν τις ζωές τους και με ένα μεγάφωνο επανειλημμένα κάλεσαν τον άνδρα, που συνέχιζε να πυροβολεί, να παραδοθεί και να πετάξει το όπλο του. Ο Κατσίφας συνέχισε να πυροβολεί κατά των ειδικών δυνάμεων για σχεδόν 30 λεπτά, βάζοντας σε σοβαρό κίνδυνο της ζωές τους. Σε απάντηση, κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών, οι ειδικές δυνάμεις τον σκότωσαν. Στο σημείο βρέθηκε ένα όπλο καλάσνικοφ, δυο γεμιστήρες, μια τσάντα με φυσίγγια και 31 κάλυκες. Στο σπίτι του Κατσίφα βρέθηκε μια στολή παραλλαγής».
Μέσω Twitter, ο Έντι Ράμα στάθηκε στο πλευρό της αστυνομίας της χώρας του, αφήνοντας αιχμές εναντίον της Ελλάδας.
«Αγαπητοί γείτονες! Αντί να χαρακτηρίζουμε απαράδεκτο το περιστατικό της απώλειας ζωής ενός τρελού που πυροβόλησε την αστυνομία μας, η οποία έκανε μόνο τη δουλειά της, ας ευχαριστήσουμε μαζί τον Θεό, που δεν χάθηκε κανείς αθώος από μία εξτρεμιστική τρέλα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Έντι Ράμα, σε ανάρτησή του στο twitter.
To υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, όπως μεταδίδει το Associated Press, εξέφρασε τη λύπη του για την «αδικαιολόγητη πολιτικοποίηση του περιστατικού» στην Ελλάδα.
Στην ανακοίνωσή του υπογράμμισε επίσης ότι η αλβανική αστυνομία ξεκαθάρισε ότι πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό και μια περίπτωση επιθετικότητας απέναντι στις Αρχές της χώρας.
Διαβεβαίωσε δε, την Αθήνα ότι η «Αλβανία είναι μια ασφαλής και ειρηνική χώρα για όλους τους κατοίκους της, μεταξύ των οποίων και για τους Έλληνες ομογενείς».
Από τις ελληνικές Αρχές γίνονται όλες οι ενέργειες που προβλέπονται σε αυτές τις περιπτώσεις, για να διακριβωθεί τι ακριβώς συνέβη με τον θάνατο του ομογενούς στην Αλβανία, δήλωσε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό “Open”.
Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι οι ελληνικές Αρχές βρίσκονται σε επικοινωνία με τις Αρχές της Αλβανίας, τόνισε πως δεν πρέπει να βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα και να μείνουμε στο αυστηρό μήνυμα που έστειλε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών.
Παράλληλα, σημείωσε ότι πρέπει να τηρούνται χαμηλότεροι τόνοι από την πλευρά της κυβέρνησης της Αλβανίας και να μην αντιμετωπίζεται το ζήτημα με επιθετικότητα όταν έχει χαθεί μια ζωή, ώστε να μην τροφοδοτούνται τα αντανακλαστικά των κοινωνιών.