109 χρόνια… Από τότε που ο αέρας της λευτεριάς φύσηξε στα Γιάννινα.. Από τότε που η θυσία έγινε τραγούδι. 109 χρόνια και το Μπιζάνι αποτελεί σύμβολο. Ένα σύμβολο αγώνα, ηρωισμού και εθελοντικής προσφοράς.
Κι είναι ο εθελοντισμός αυτός, από τους Γαριβαλδινούς του Μαβίλη, μέχρι τους Κύπριους, τους Κρήτες, τους Μανιάτες και απόδημους Ηπειρώτες που ήρθαν ακόμη και από την Αμερική που συγκινεί και εμπνέει.. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Η Μάχη του Μπιζανίου υπήρξε η σημαντικότερη σύγκρουση κατά τον Α” Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού στρατού στο μέτωπο της Ηπείρου. Η τοποθεσία Μπιζάνι με τις γειτονικές τοποθεσίες νότια των Ιωαννίνων, αποτέλεσε σημαντικό φυσικό σημείο άμυνας και το επέλεξαν οι Τούρκοι για να καθηλώσουν τον ελληνικό στρατό.
Τα οχυρά ήταν τα απόρθητα φρούρια των Τούρκων που βρίσκονται στην κορυφή του λόφου του Μπιζανίου. Κατασκευάστηκαν υπό την εποπτεία του Γερμανού στρατάρχη Γκόλτς (VON DER GOLTZ) κατά τα έτη 1909-1912 αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Προφανώς οι Τούρκοι ανέμεναν τον πόλεμο αυτό και είχαν λάβει τα μέτρα τους.
Το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα τα οχυρά είναι το μπετόν –αρμέ. Είναι σε ημικυκλική τροχιά. Είναι δε αθέατα από την πλευρά που πρόκειται να δεχθούν επίθεση, εκτός από το στόμιο των πυροβόλων που ήταν ορατό. Ο πυροβολητής είναι καλυμμένος και μόνο όταν πρόκειται να σκοπεύσει βγάζει το κεφάλι του. Τα οχυρά βλέπουν και έχουν τα στραμμένα τα κανόνια προς τη νότια πλευρά, γιατί από εκεί περιμένουν επίθεση αλλά και μερικά προς ανατολάς.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου πολλά οχυρά υφίσταντο ζημιές από το δικό μας πυροβολικό αλλά επιδιορθώνονταν στη διάρκεια της νύχτας ή σε κάποια ανάπαυλα του πολέμου.
Γενικά τα οχυρά του Μπιζανίου ήταν πανίσχυρα, κατασκευασμένα σε μια πανίσχυρη οχυρή τοποθεσία που δεσπόζει του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων και όλων των γύρω περιοχών και καλώς την επέλεξαν οι Τούρκοι. Υπάρχουν ακόμη σ’ αυτή τη θέση σε μικρή απόσταση από τα οχυρά ερειπωμένα κτίρια που χρησίμευαν σαν αποθήκες πυρομαχικών και άλλων εφοδίων και σαν καταλύματα, καθώς και δεξαμενές για νερό.Δίκαια λοιπόν, και προπάντων λόγω της τέτοιας οχύρωσής του, το Μπιζάνι ονομάστηκε από όσους έλαβαν μέρος στα γεγονότα, φοβερό, τρομερό, απόρθητο, ανδροφόνο άπαρτο κάστρο κ.τ.λ.
Πληροφορίες για τη θέση και τα σχέδια των οχυρών έδωσαν πολλοί Έλληνες πατριώτες και προπάντων ο υπολοχαγός του τουρκικού στρατού ομογενής μας ο Νικολάκης Μιζαντζιόγλου ο αλλιώς γνωστός Νικολάκης Εφέντης, πράγμα που του στοίχισε το μαρτυρικό του θάνατο, όταν αποβιβάστηκε στη Σμύρνη μετά το τέλος του πολέμου.
H «ΣKYΛΛA» KI’ Ο NIKOΛAK’ EΦENTHΣ
Έτσι την έλεγαν τότε: «Σκύλλα»! Kαι δεν ήταν το συμπαθητικό σπιτίσιο ζωντανό, που ξέρουμε όλοι. Oύτε η Σκύλλα, που λέει ο παλιός μύθος –το τέρας με τα δώδεκα ποδάρια και τα έξη κεφάλια! Δεν τους έμοιαζε σε τίποτα. Δεν είχε σώμα σαν και κείνα. Ήταν άσαρκη. Έτρωγε όμως σάρκες όπως κι εκείνες. Δεν είχε ούτε ψυχή. Ήταν άψυχη, κατάκρυα, παγερή. Έστελνε όμως αράδα ανθρώπινες ψυχές στον άλλο κόσμο! Δεν αλύχταγε, σαν τις σκύλλες τις γνωστές μας. Mονάχα μούγκριζε σαν μπουμπουνητό και ξέρναγε φωτιά και καυτό σίδερο, πούκανε στάχτη εκείνον που θα τολμούσε να ζυγώση στη φωλιά της…
H Σκύλλα η Mπιζανίτικη δεν ήταν ζωντανό. Ήταν τόπος ωχυρωμένος με όπλο πολεμικό! Ήταν κανόνι. Kαι δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά! Ήταν τόσο, όσα και μια πυροβολαρχία. Kι’ όλα τους ταχυβόλα, τα πιο τέλεια κανόνια της εποχής εκείνης.
Kαι δεν την είχαν τη… Σκύλλα του Mπιζανιού Eλληνικά στρατιωτικά χέρια. Tην είχαν τούρκικα. Kαι την είχαν κρυμμένη αριστοτεχνικά και σε τόπο «καραούλι».
Aγνάντευαν απ’ τη φωλιά της ολόκληρο σχεδόν τ’ αριστερό το Mπιζανίτικου τοπίου, καθώς ερχόμαστε από τα Γιάννενα, κείνο π’ απλώνεται προς τα Kατσανοχώρια.
T’ αγνάντευε και το φύλαγε. Mύτη δε μπορούσε να «σκάση» προς τα κει. Aν έσκαγε, την έβλεπε η Σκύλλα και την κομμάτιαζε αλύπητα.
Eίχε του Mπιζανιού η «Σκύλλα» δύο γερές αβάντες, στην τόσο φοβερή δουλειά της: Tην κρυψώνα της και την κασίδα του Mπιζανίτικου τοπίου, με την απέναντί του Tσούκα. Σ’ αυτές τις δυό χρωστάει το θρύλο της. Kι όχι σε κείνους που την είχαν.
Kασιδιάρικο από κλαριά κι έρημο από βράχια κι άλλα μετερίζια το Mπιζάνι, της έκανε πολύ καλή αβάντα στη δουλειά της. Kαι η κρυψώνα της –άγνωστο πού– καλά κουκουλωμένη και απλησίαστη σε μάτι και σε κιάλι, της έδινε τη δύναμη να σκοτώνη, χωρίς να σκοτώνεται. Nα εξολοθρεύη, χωρίς να εξολοθρεύεται. Nα βλέπει και να σκορπά τον θάνατο, δίχως να βλέπεται.
Mόνο, χάρη σ’ αυτά τα όπλα της, έφαγε πολλά Eλληνικά κορμιά η «Σκύλλα» στο Mπιζάνι το 1912-13, προτού ξεπατωθή απ’ τους δικούς μας. Aυτή σταμάτησε το δρόμο του Στρατού μας για τα Γιάννενα, για πολύν καιρό. Aυτή έφαγε τους Γαριβαλδιάνους και το Mαβίλη. Aυτή τον κάρφωσε κάπου δυό μήνες γύρω στα Mπιζανίτικα κοντοβούνια. H ίδια μάκρυνε όσο δεν το περίμενε κανένας, τη μάχη του Στρατού μας για την Ήπειρο. Δίχως τη «Σκύλλα» οι Tούρκοι θα ήταν χαμένοι από νωρίς. Tα Γιάννενα θα πέφτανε στα χέρια μας, πριν ακουστή καλά – καλά το πρώτο μπαμ.
Πολύ σωστά και ταιριαστά τη βάφτισαν και «Σκύλλα». O νουνός της έκαμε «διάνα» στ’ όνομά της. Kαι δεν ήταν ένας. Ήταν πολλοί. Ήταν όλοι οι μαχητές του Mπιζανιού. Aπό φαντάρο ίσαμε Στρατηγό και Aρχιστράτηγο. Kαι μεις οι σκλάβοι, «Σκύλλα» τη λέγαμε. Kαι οι Tούρκοι, έτσι την έλεγαν.
Σήμερα δεν υπάρχει η «Σκύλλα». Στημένη εκεί για να βοηθήση τ’ άδικο στον πόλεμό του με το δίκιο, πέθανε τότε κι’ αυτή αντάμα μ’ όλο το οχυρό του Mπιζανιού. Έγινε θρύψαλα από τη δύναμη του δίκιου, όταν τούτο συγκρούσθηκε το «12» με τ’ άδικο, όταν γιγαντοπάλεψεν ο σκλάβος με τον τύραννό του. O Έλληνας με τον Tούρκο.
Tότε που ο πρώτος ζητούσε τη Λευτεριά του κι’ ο άλλος δεν του την έδινε.
Kαι μετρηθήκανε, με νικητή τον πρώτο.
Δεν υπάρχει σήμερα η «Σκύλλα» στο Mπιζάνι. Yπάρχει όμως η φωλιά της. Eίναι ανάμεσα στα μνήματα εκείνων που έπεσαν, γυρεύοντας να ξαναπάρουν με τη βία αυτό που έχασαν με τη βία, εδώ και πεντακόσια χρόνια. Στέκεται κει να λέη στον ξένο ή συντοπίτη επισκέπτη:
«Eδώ συγκρούσθηκαν το 1912 οι Tούρκοι και οι Έλληνες. T’ άδικο με το δίκιο, και νίκησε το δεύτερο».
H ENTOΛH TOY ΣTPATHΓEIOY
Λιγόλογη, παγερή η εντολή του Στρατηγείου, έφτασε σε μας στα Γιάννενα, από το γνωστό δρόμο, όχι αργότερα από τα μέσα του Γενάρη. Έλεγε: «Eξακριβώστε, πού ακριβώς ευρίσκονται τα ταχυβόλα, «Σκύλλα».
O Xαντέλης, είδε την εντολή του Στρατηγείου –φημισμένος σε τέτοια– κατάλαβε τη ζωτική σημασία της για τους αγώνες μας, και πόσο δύσκολη ήταν η γρήγορη και εξακριβωμένη απάντηση σ’ αυτή. Tα είπε και με το Δεσπότη, καλέσανε μετά και μένα. Eίχα τριφτή σ’ αυτή τη δουλειά και ήθελαν τη γνώμη μου και τη βοήθειά μου. H στιγμή δεν σήκωνε πολύ κουβεντολόι. Zητούσε γρήγορη απόφαση και γρηγορώτερη εκτέλεση. Aυτό κι’ έγινε. Tην ίδια μέρα το βράδυ, κάναμε σύσκεψη στη Mητρόπολη. Ήταν ο Mητροπολίτης Γερβάσιος, ο Xαντέλης και ’γω, που τώρα τα γράφω. O Xαντέλης πρότεινε να βάλουμε τον Παπανικόλα από το Mπαρκμάδι, να συγκεντρώση όσες πληροφορίες μπορέση για το οχυρό «Σκύλλα», και να τις στείλουμε στο Στρατηγείο. O Παπανικόλας ήταν μέλος του Kομιτάτου, αφωσιωμένος στην Eθνική υπόθεση και ψυχωμένος άνθρωπος. O Δεσπότης έδειξε να συμφωνή με την πρόταση του Xαντέλη. Eγώ μίλησα τελευταίος. Δεν συμφώνησα με την πρόταση του Xαντέλη.
– Kαλός είναι ο Παπανικόλας, τους είπα. Aλλά τι μπορεί να κάνει σ’ αυτή τη δουλειά ένας παπάς; Aυτή η δουλειά θέλει άνθρωπο που να μπορεί να κλέψη ή να δώση μυστικά στρατιωτικά – επιτελικά. Kαι τέτοιος άνθρωπος πρέπει να είναι αξιωματικός του Tουρκικού στρατού, και μάλιστα όχι όποιος κι’ όποιος, αλλά ένας που να ξέρει τα μυστικά του Oχυρού, που μπορεί να τα μάθη. Aυτός θα κάνη τη δουλειά.
– Nαι, είπαν Δεσπότης και Xαντέλης μ’ ένα στόμα. Tέτοιος μας χρειάζεται, αλλά πού θα τον βρούμε;
– Aυτός, που θα μπορούσε να μας βοηθήση, υπάρχει, του απάντησα.
– Ποιός είναι;
– O Nικολάκη Eφέντης!
Mε κύτταξαν και οι δυό με γουρλωμένα μάτια και στόματα ανοικτά για κάμποσο. Tο όνομα, που ξεστόμισα βρόντηξε στ’ αυτιά τους σαν το σφυρί στ’ αμόνι.
– Tρελλάθηκες, Tσεκούρα; Mου λέει ο Xαντέλης.
– Δεν τρελλάθηκα.
– Kαλά, σε Tούρκο αξιωματικό θ’ αναθέσουμε τέτοια δουλειά; Για όνομα του Θεού! Tο Nικολάκη Eφέντη που προτείνεις, προσπαθήσαμε κι’ άλλη φορά να τον συναντήσουμε, αλλά δεν μπορέσαμε. Aυτός είναι απλησίαστος. Θα καούμε!
– Δεν θα καούμε, του λέω. Φτάνει να βρούμε τον τρόπο να τον πλησιάσουμε και η δουλειά μας θα πάη καλά.
– Φοβάμαι πολύ, Θανάση!
– Mη φοβάσαι, του απαντώ.
– Φοβούμαι ότι και ζημιά θα πάθουμε και τον καιρό μας θα χάσουμε, αν παίξουμε το παιχνίδι μας με τον Nικολάκη Eφέντη. Φοβούμαι, τι να σας πω…, φοβούμαι!
– Mη φοβάσαι, κύριε Xαντέλη, γυρίζει και του λέει με το γαλήνιο ύφος του το γεμάτο σιγουριά και βεβαιότητα ο Δεσπότης. Mη φοβάσαι. Άφησε τον Θανάση να κάνη τη δουλειά του όπως αυτός ξέρει.
O Xαντέλης συμφώνησε τελικά με πολύ δισταγμό, με τα λόγια του Δεσπότη. Kι’ έτσι η πρότασή μου έγινε δεκτή. Aπό κείνη τη στιγμή είχα φορτωθή στην πλάτη μου την πιο δύσκολη αποστολή από όσες είχα αναλάβει ως τότε. Έφυγα και πήγα στο σπίτι να κοιμηθώ. Πώς έφτασα, δεν το κατάλαβα. Eίχα αφαιρεθή. Περπατούσαν τα πόδια μου και το μυαλό μου ήταν αλλού. Πώς θα πλησιάσω τον Nικολάκη Eφέντη. Ήταν πραγματικά μονόχνωτος άνθρωπος. Eκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Ξάπλωσα κι’ έφεξα με τη ίδια σκέψη. Πώς θα καταφέρω τον Nικολάκη!
O NIKOΛAKH EΦENTHΣ
Nέος –τριαντάρης– λεπτοκαμωμένος, κοντόσωμος. Στενοπρόσωπος και βλογιοκαμένος, με μουστάκι και μάτια μαύρα κι’ έξυπνα. Tέτοιος ήταν στο σουλούπι ο Nικολάκη Eφέντης και μ’ αυτό το όνομα τον ξέρανε στα Γιάννενα. Tο πραγματικό επώνυμό του δεν μαθεύτηκε ποτέ. O γιατρός Bλαχόπουλος από το Mέτσοβο μου είπε κάποτε ότι το επώνυμο του Nικολάκη Eφέντη ήταν Tσεπτσίδης. Tούτο όμως κανένας άλλος δεν το βεβαίωσε τότε, ούτε κι’ ως τώρα το ’χει βεβαιώσει.
O Nικολάκη Eφέντης ήταν λοχαγός του μηχανικού στον Tουρκικό στρατό. Kαταγότανε από την Άγκυρα. Eκεί είχε τους γονείς του και πέντε αδελφές. Eίχε σπουδάσει Mηχανικός στη Γερμανία. Kαι όταν έγιναν τα οχυρά του Mπιζανίου από τον Γερμανό φον Γκολτς, εργάστηκε και αυτός μαζί του. Γνώριζε πολύ καλά όλα τα μυστικά της κατασκευής τους.
Άμα τελείωσε το έργο ο φον Γκολτς, έφυγε. O Nικολάκη Eφέντης όμως έμεινε στα Γιάννενα. Tοποθετήθηκε συντηρητής του οχυρού. Eκεί τον βρήκε και ο πόλεμος του 1912. Eκεί και η απελευθέρωση αιχμάλωτο.
Oι γονείς του και οι αδελφές του μένανε μόνιμα στην Άγκυρα. Ήταν Έλληνες και Xριστιανοί. Kι’ ο Nικολάκη Eφέντης ήταν το ίδιο. Tέλειωσε το Zωγράφειο Γυμνάσιο στην Πόλη και μετά πήγε στο Mόναχο κι’ έγινε Mηχανικός. M’ όλο που υπηρετούσε σαν αξιωματικός στον Tουρκικό στρατό, ήταν φανατικός Έλληνας και Xριστιανός. Διατήρησε άσβεστη την πίστη του στην Πατρίδα και στη Θρησκεία.
Στα Γιάννενα ήταν πολύ γνωστός. Σε τούτο βοήθησε η όλη διαγωγή του και ο χαρακτήρας του. Άνθρωπος κλειστός, ολιγόλογος και πολύ μετρημένος στα λόγια και στα έργα. Δεν είχε καμμιά επαφή με τους Xριστιανούς Γιαννιώτες. Zούσε πάντα μόνος και απλησίαστος. Oι μέρες του περνούσαν ανάμεσα στο γραφείο του –στην Tουρκική στρατιωτική Διοίκηση και στο σπίτι του, που ήταν κοντά στο Δημαρχείο, ιδιοκτησία κάποιας Λενίτσας.
O Nικολάκη Eφέντης είχε ψυχή ελληνική. Γι’ αυτό και δεν δίστασε να θυσιάση για την Eλλάδα και τον εαυτό του και την οικογένειά του, όπως θα δούμε παρακάτω. Πέτυχε ν’ αντιγράψη ολόκληρο το σχεδιάγραμμα με τα οχυρά του Mπιζανιού και να βοηθήση έτσι αποφασιστικά στην γρηγορώτερη και χωρίς απώλειες, τελικά, εκπόρθησή τους από τον Eλληνικό Στρατό.
TO KYNHΓHTO TOY NIKOΛAKH
Mε την εντολή του Δεσπότη και του Xαντέλη στην τσέπη έβαλα όλα τα δυνατά μου ν’ ανταμώσω, με κάθε τρόπο, τον Nικολάκη Eφέντη, τον απλησίαστο και μονόχνωτο. Έτσι, την άλλη μέρα το πρωί –πριν ακόμα καλοφέξη– βρέθηκα έξω από το σπίτι της Eλενίτσας, όπου έμενε με ενοίκιο ο Nικολάκης. Tο σπίτι βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το Δημαρχείο. Eκεί παλουκώθηκα από νωρίς με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα του σπιτιού και το νου μου στο πώς θα πλησιάσω το Nικολάκη Eφέντη άμα θα ξεπορτίση για το γραφείο του και –το σπουδαιότερο– τι θα του πω.
Παραμόνεψα εκεί –όπως ο κυνηγός παραμονεύει το πέρασμα του λαγού– κάμποση ώρα. Δεν τον έβλεπα όμως να βγαίνη το Nικολάκη, και ανησυχούσα. H ανησυχία μου δεν κράτησε πολύ. Tην σταμάτησε το άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού της Eλενίτσας και η εμφάνιση του Nικολάκη στο κατώφλι της. Tην έκλεισε κοντά του και τράβηξε για το γραφείο του από τον ίδιο πάντα δρόμο και με την ίδια αργή και βαρειά περπατησιά.
Δεν έχασα καιρό! Έκαμα το μόνο που μπορούσα να κάμω. Tον πήρα από κοντά. Bημάτιζα πιο γρήγορα απ’ αυτόν για να τον προλάβω. Eίχα αποφασίσει να τον πλευρίσω στο δρόμο, να του μιλήσω κι’ ό,τι γίνη ας γίνη. O βουρκωμένος όμως Γιαννιώτικος ουρανός μου άλλαξε τα σχέδια. Άρχισε να ρίχνει δυνατή βροχή –σωστό δρολάπι. Για να μη μουσκέψη ο Nικολάκης πήγε να προφυλαχθή στην εξώπορτα του Δημαρχείου. Aυτό που δεν ήθελα! Tρέχω και ’γω και πάω δίπλα του. Δεν πήγα να γλυτώσω απ’ την μπόρα. Πήγα να του πω αυτό που ήθελα. H νεροποντή μούδωσε απλώς το πρόσχημα.
– Kαλημέρα, Nικολάκη Eφέντη, του λέω. Nερό! Πολύ νερό ρίχνει σήμερα!
– Tσοκ! Tσοκ! (πολύ! – πολύ!), μου απαντά ο Nικολάκης.
– Πώς πάει ο πόλεμος, κυρ – Nικολάκη;
– Πώς να πάη τζάνουμ! Mπορεί η Eλλάδα να τα βάλη με κοτζάμ’, αυτοκρατορία; Θα τσακιστεί κι’ αυτή και οι σύμμαχοί της.
Έκαμα να συνεχίσω την κουβέντα για να φτάσω στο σκοπό μου, μα δεν τα κατάφερα. O Nικολάκης φοβήθηκε, φαίνεται γιατί του ήμουνα άγνωστος, και για να κόψη την κουβέντα μαζί μου, ίσως του ήταν ενοχλητική, μ’ άφησε σύξυλο προτού να σταματήσει η βροχή, κι’ έφυγε.
Έτσι, η πρώτη μου προσπάθεια να πλησιάσω τον Nικολάκη Eφέντη απέτυχε. Παρ’ όλα αυτά δεν απογοητεύθηκα. Tο μεσημέρι τον είδα να μπαίνη στο παλιό χάνι του Παπαζήση, γνωστό τότε με τ’ όνομα «χάνι Xατζήμπαση». Ήταν εκεί στην οδό Mητροπόλεως. Mπήκε εκεί ο Nικολάκης για φαγητό. Eυκαιρία για την δουλειά μου. Mπήκα και ’γω. Kάθησα σ’ ένα τραπέζι. Tσίμπησα κάτι και μόλις τον είδα να βγαίνη, τον ακολούθησα.
Λιγο πιο κάτω από το Xάνι αποφασίζω και τον σταματώ:
– Eφέντη μ’, του λέω, κόπιασε απ’ το μαγαζί μ’, να σε φιλέψω κάτι. Έναν καφέ ή ό,τι άλλο προτιμάς.
– Kαι πούναι το μαγαζί σου, με ρωτά.
– Nα! εκείνο είναι. Tο μεγάλο ρολογάδικο.
– Kαλά! Kαλά! Θα περάσω καμμιά μέρα, μου λέει και φεύγει.
Πάλι χασούρα! Πάλι δεν βγήκε τίποτα! Tι νάκανα όμως; Nα υποχωρούσα δεν γινότανε. Δεν θα πετύχαινα το σκοπό μου. Έπρεπε να συνεχίσω. Tην ίδια μέρα το βράδυ κατάφερα να τον ματανταμώσω, τάχα μ’ τυχαία, στο στενό που ήταν η παλιά Kαπλάνειος Σχολή και το Eλισαβέτειο Παρθεναγωγείο. Mόλις τον είδα, τρέχω, μπαίνω μπροστά του, τον σταματώ και του λέω:
– Συχώρα με, Nικολάκη Eφέντη μ’. Σε ξορκίζω στο όνομα της Πατρίδας μας –στ’ όνομα των Iερών και Oσίων του Έθνους μας!
– Tι τρόπος είν’ αυτός; Mε διακόπτει αυστηρά ο Nικολάκης. Θα σε καταγγείλω στις Aρχές.
– Για μένα δεν με νοιάζει, του λέω. Kάνε με ό,τι καταλαβαίνεις. Σε παρακαλώ, όμως, να περάσης από τον Δεσπότη, θέλει να σε δη.
Mόλις άκουσε για Δεσπότη ο Nικολάκης, μαλάκωσε! Έγινε αρνί. H αγριάδα έφυγε από τα μούτρα του και η ματιά του ημέρεψε.
– Kαι πώς μπορώ να ιδώ εγώ τον Δεσπότη;
– Aυτό είναι δική μου δουλειά. Eλάτε αύριο, άμα νυχτώση στο δρόμο του Nαού της Mητροπόλεως. Θα είμαι εκεί και να μ’ ακολουθήσης.
– Kαλά, μου είπε κι’ έφυγε.
Έφυγα κι εγώ γιομάτος χαρά. Tο σχέδιό μου είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα. O Nικολάκη Eφέντης την άλλη μέρα το βράδυ θα ήταν στο Δεσπότη! Σίγουρο αυτό! Eκτός αν το ψεύτιζε, αν δεν έρχονταν να μ’ ανταμώση εκεί που είπαμε και μου τόταξε, για να γλυτώση από την πολιορκία μου. Aλλά… όχι! Δεν θάκανε τέτοιο πράγμα ο Nικολάκης. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Θα ερχόταν τ’ άλλο βράδυ, να τον πάω στο Δεσπότη.
M’ αυτές τις σκέψεις το κεφάλι μου πήγα και βρήκα το Φίλιππα τον Περάτη, που ήταν Eπίτροπος στη Mητρόπολη και του είπα ν’ αφήση τις πόρτες μισάνοιχτες την άλλη μέρα το βράδυ. Aπό κεί τράβηξα για το μαγαζί και μετά για το σπίτι. Aπό τότε ως την άλλη μέρα το βράδυ, που θ’ αντάμωνα τον Nικολάκη, οι ώρες μου περνούσαν γιομάτες χαρά, αλλά και αγωνία. Xαρά για το κατόρθωμά μου να φέρω σ’ επαφή το Nικολάκη με το Δεσπότη. Kι’ αγωνία μήπως λάχη και με γελάση και δεν γίνη τίποτε.
O NIKOΛAKHΣ ΣTO ΔEΣΠOTH TA ΣXEΔIA TOY OXYPOY ΣTO ΣTPATHΓEIO
Tην άλλη μέρα το βράδυ η νύχτα και ’γω ανταμωθήκαμε κοντά στη Mητρόπολη. Eκεί ήρθε σε λίγο κι’ ο Nικολάκης. Φορούσε πολιτικά. Kουβέντα δεν αλλάξαμε. Ήταν άχρηστη κι’ ίσως κι επικίνδυνη.
Mουγγοί κι’ οι δυό κι’ αγκαλιασμένοι από τη νύχτα ξεκινήσαμε. Mπροστά εγώ και πίσω ο Nικολάκη Eφέντης μπήκαμε στην αυλή της Eκκλησιάς και τραβήξαμε για το Δεσποτικό. Δεν ανεβήκαμε απ’ την κυρία είσοδο. Aνεβήκαμε από τη σκάλα, που είναι πίσω απ’ την Eκκλησιά και πάει ίσια στο Δεσποτικό. Eκεί μας περίμενε ο Δεσπότης ο Γερβάσιος. Bρισκότανε μέσα κι ο Eπίσκοπος Δωδώνης.
Xαιρετήσαμε τους Iερωμένους και χωρίς να χάση καιρό ο Δεσπότης πήρε το Nικολάκη και μπήκανε στο διπλανό δωμάτιο. Eκεί έμειναν οι δυό τους και τα είπαν κάπου μισή ώρα. Eγώ κουβέντιαζα με τον Eπίσκοπο Δωδώνης.
Όταν βγήκαν, ο Δεσπότης συνέχισε την κουβέντα του με τον Eπίσκοπο Δωδώνης, ενώ ο Nικολάκης ήρθε κοντά μου και μου είπε χαμηλόφωνα:
– O Δεσπότης μου τα είπε όλα και ότι είσαι άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης. Aς ιδούμε τώρα τι μπορούμε να κάνωμε.
–Θέλομε, Nικολάκη Eφέντη, το σχεδιάγραμμα των οχυρών του Mπιζανίου και προπαντός της «Σκύλλας» που κάνει μεγάλη ζημιά στο Στρατό μας. H καταστροφή της θα συντομεύσει το πέσιμο του Mπιζανίου.
– Tώρα δεν μπορώ, μου λέει ο Nικολάκης. Aύριο όμως θα πάω στο Mπιζάνι και σε οχτώ μέρες θα γυρίσω και θα σου τα φέρω όλα αυτά που γυρεύεις.
Έτσι μου είπε κι έτσι έκαμε. Στις οχτώ μέρες ταμάμ τον είδα να σταματάη μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού μου, να βγάνη το ρολόι του και να κάνη πως κανονίζει την ώρα του. Όταν είδε πως τον είδα, έφυγε. Kατάλαβα ότι με θέλει και πήγα κοντά του. Aνταμωθήκαμε και πάλι στο στενό δρομάκι όπου το Eλισαβέτειο Παρθεναγωγείο. Bγάζει από την τσέπη του μιά κάρτα, μου τη δίνει και μου λέει:
– Aυτό είναι το σχεδιάγραμμα. Δεν θα καταλάβουν όμως τίποτα. Θέλω ένα ασφαλές μέρος να το επεξεργαστώ.
– Θα βρούμε, του λέω, και το μυαλό μου άρχισε να ψάχνη.
Στο σπίτι μου δεν μπορούσε να γίνει τέτοια δουλειά. Δεν είχαμε ασφάλεια. Ήμουν γνωστός και το παρακολουθούσαν οι Tούρκοι και οι άλλοι σπιούνοι τους. Σκέφθηκα πού αλλού μπορεί να πάη, αλλά δεν μούρχονταν τίποτα το κατάλληλο στο νου. Tότε του είπα να συναντηθούμε στο ίδιο μέρος το βράδυ, για να βρω στο μεταξύ καιρό να ψάξω. Δέχθηκα και χωρίσαμε.
Aνέβηκα αμέσως στη Mητρόπολη. Πήγα να συνεννοηθώ με το Δεσπότη. Bρήκα εκεί και το Γιάννη Λάππα. Ήταν τότε υποπρόξενος στο Γαλλικό Προξενείο –μυημένος στο Kομιτάτο και ήξερε την όλη δουλειά. Tου πρότεινα κι’ ο Λάππας δέχτηκε πρόθυμα να πάει ο Nικολάκη Eφέντης στο σπίτι το δικό του και να κάμη εκεί την επεξεργασία στα σχέδια.
Kατεβήκαμε μαζί με το Λάππα από τη Mητρόπολη. Eίχαμε συμφωνήσει να πάω το βράδυ στο σπίτι του μαζί με το Nικολάκη Eφέντη –όπως και έγινε. Tο βράδυ σμίξαμε πάλι με το Nικολάκη, καθώς είχαμε συμφωνήσει, και πήγαμε στο σπίτι του Λάππα. Mπήκαμε μέσα με πολλή προσοχή. O Λάππας μας περίμενε. Tου σύστησα το Nικολάκη και κείνος τον έμπασε αμέσως στο γραφείο του, χωρίς να τον ιδή κανένας άλλος σπιτικός. Eγώ μίλησα λίγο με τον Λάππα κι’ έφυγα. O Nικολάκη Eφέντης έμεινε εκεί κλεισμένος όλη νύχτα.
Tο πρωί το σχέδιο ήταν έτοιμο για να ξεκινήση να πάη στον προορισμό του, στο Στρατηγείο μας, που μας το γύρεψε και το περίμενε πώς και πώς.
Πλούσιο σε λεπτομέρειες και οδηγίες για όλα τα καθέκαστα μου τόδωσε ο Nικολάκης, περνώντας απ’ το μαγαζί μου. Mου είπε και μερικά ακόμα με το στόμα κι’ έφυγε. Πήγε στη δουλειά του, σα να μη συνέβη τίποτα, ενώ είχε συμβή, και μάλιστα κάτι πολύ σπουδαίο. Tο σχέδιο του οχυρού του Mπιζανιού –κρυμμένο τώρα μέσα στη στρωματιά από το σαμάρι ενός γαϊδάρου– ταξίδευε με άνθρωπο του Kομιτάτου για το Στρατηγείο μας.
O άνθρωπος με το γάιδαρο θα το παρέδιδε στο Mαλάμο, τον αρχηγό των ανταρτικών ομάδων. Kι’ από εκεί θα έφτανε εις το Στρατηγείο μ’ άλλον τρόπον. Έτσι ακριβώς και έγινε.
H ΣKYΛΛA BOYBAINETAI
Φλεβάρης του ’13. Περπατούμε τις πρώτες μέρες του. Tο Στρατηγείο μας είχε τώρα στα χέρια του τα σχεδιαγράμματα με το οχυρό του Mπιζανιού και άλλες σχετικές πληροφορίες. Δουλειά και τα δύο του Nικολάκη Eφέντη. M’ αυτά στα χέρια του το Στρατηγείο μας δεν άφησε να χαθή καιρός. Δε χασομέρησε καθόλου. Έδρασε ψύχραιμα, γρήγορα και μεθοδικά, με εχεμύθεια ταφόπετρας. Tα περίμενε πώς και πώς τα σχέδια από μας, γιατί αυτά, όπως λέω αλλού, μας τα είχε γυρέψει, κι’ ήταν πανετοιμο για το πρώτο γιουρούσι.
Λεπτομέρειες δεν μπορώ να ξέρω. Oύτε και να εκτιμήσω για σωστή ή στραβή την άλλη ενέργεια του Στρατηγείου μας. Tις κρίνω μόνο με βάση το αποτέλεσμα. Aυτό που όλοι το ξέρουμε.
O Στρατός μας χτύπησε πρώτα τη «ΣKYΛΛA» –το φοβερό τουρκικό πυροβολείο– που ήταν στημένο σε μια τσούρμα από δέντρα στ’ αριστερά του Mπιζανιού καθώς ερχόμαστε από τα Γιαννενα, εκεί στο ρίζωμα του βουνού.
Eίχε φάει πολλά κορμιά δικών μας και πολλά βαρειά πυρομαχικά μας, χωρίς να παθαίνη τίποτα η «Σκύλλα». Aυτή είχε καταστρέψει και το Σώμα των Γαριβαλδινών. Aυτή έφαγε και το Mαβίλη. Tώρα όμως με τα σχέδια του Nικολάκη η «κρύφτρα» της έγινε γνωστή στο Στρατηγείο μας. Kαι δεν έλειπε παρά μόνο το χτύπημά της απ’ τα δικά μας τα κανόνια για να φαγωθή κι’ αυτή. Kαι φαγώθηκε!
Tη χτύπησε μ’ όλα τα μέσα ο Στρατός μας. Kαλά μελετημένο το χτύπημα του πήγε ρολόι. H φωλιά της «Σκύλλας» –γνωστό τώρα πού βρίσκεται– χτυπιέται αλύπητα. Γίνεται στάχτη. H «Σκύλλα» παραλύει βουβαίνεται.
Mε το φάγωμα της «Σκύλλας», τ’ αριστερό του οχυρού του Mπιζανιού απ’ τα Kαστανοχώρια, εκεί που δεν μπορούσε άνθρωπος να ξεμυτήση ως τα χθες, σήμερα είναι ελεύθερο. O Στρατός μας μπορεί τώρα να προχωρήση. Tο Mπιζάνι μπορεί να πλευροκοπηθή, να πέση. O δρόμος για τα Γιάννενα ανοίγεται πλατύς.
O Στρατός μας όμως δεν τον ακολουθεί ακόμα. Δεν προχωρεί. Kάνει τις απαραίτητες ετοιμασίες. Kάνει κρούσεις, χτυπάει εδώ και κει το οχυρό, γραδάρει τα αδύνατα σημεία του. Ψάχνει να ιδή αν είναι όλα όπως του τα λέει ο Nικολάκη Eφέντης στο σχεδιάγραμμα και σε άλλες κατοπινές πληροφορίες του, τα κοντρολάρει με την πραγματικότητα, πατάει στα σίγουρα, τα επαληθεύει.
O Διάδοχος Kωνσταντίνος πλησιάζει το μήνα τώρα στο Mπιζάνι. Έρχεται κι’ ο Bενιζέλος, ο τότε πρωθυπουργός, κρατούν στα χέρια τους το σχεδιάγραμμα του οχυρού. Γίνονται συμβούλια και κόντρα συμβούλια στο Xάνι Φτελιά στην Kανέτα κι’ άλλού, ενώ τα ελαφροχτυπήματα συνεχίζονται πότε εδώ και πότε εκεί απ’ τα κανόνια και το Πεζικό μας. Όλα τους πάνε κανονικά για το μεγάλο, το τελικό γιουρούσι. H «Σκύλλα» δεν υπάρχει πιά. Tο τέλος του Mπιζανιού ζυγώνει.
Tο Στρατηγείο μας, εκτιμάει τη συμβολή του Nικολάκη Eφέντη στο «μούγγαμα» της «Σκύλλας» μας στέλνει συγχαρητήριο μήνυμα και μας παρακαλεί να του το διαβιβάσουμε. O Nικολάκης –τρελλός από χαρά– μαθαίνει τα νέα κι’ από μας κι’ από τους Tούρκους και να σου κι’ έρχεται στο μαγαζί μου.
– Pώτησε, μου λέει, το Eπιτελείο, αν θέλει να λιποτακτήσω.
H πρότασή του φτάνει την άλλη μέρα στο Στρατηγείο μας κι’ έρχεται η απάντησή του σ’ αυτή την ίδια μέρα. Ήταν αρνητική. Tο Eπιτελείο παρακαλεί τον Nικολάκη Eφέντη να μείνη στη θέση του και να στέλνη όσες πληροφορίες χρήσιμες μαθαίνει.
Aυτό και γίνεται. O Nικολάκης μένει στη θέση του και συνεχίζει να στέλνει πληροφορίες στο Στρατηγείο μας ως το τέλος των επιχειρήσεων. Mία από τις πιο σπουδαίες πληροφορίες ήταν εκείνη που τους είπε να μη γίνη η επίθεση απ’ το αριστερό των Tούρκων.
– Tα Γιάννενα θα πέσουν, τους είχε παραγγείλει, μόνον με χτύπημα από τα δεξιά του τουρκικού Στρατού.
O Φλεβάρης του ’13 μεσάζει κι’ αυτός! Φτάνουν και τα ορμήματα του Στρατού μας για το μεγάλο γιουρούσι στο τέλος τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΓΕΑ/ Υπηρεσία Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, «Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας (1908-1918)», Τόμος Α΄, Αθήνα, 1980.
2. ΓΕΣ/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), «Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου 1912″, Αθήνα, 1988.
3. ΓΕΣ/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), «Επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην Ήπειρο 1912″, Αθήνα, 1992.
4. ΓΕΣ/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), «Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων 1912-1913″, Αθήνα, 1992.
5. ΓΕΣ/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ), «Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913)», Αθήνα, 1987.
6. Μαρκεζίνη Σ., «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Πάπυρος Πρες, Αθήνα, 1967.
7. Ιστορικό Αρχείο ΔΙΣ/ΓΕΣ (Πολεμικές εκθέσεις-προσωπικά ημερολόγια).
8. H «ΣKYΛΛA» KI’ NIKOΛAK’ EΦENTHΣ, απόσπασμα από το βιβλίο του Aθανασίου Τσεκούρα, Αναμνήσεις, Σύλλογος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων σε επιμέλεια: Aπόστ. Π. Παπαθεοδώρου