Παρά το γεγονός ότι το 2022 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα αυξήθηκε κατά 15% και έφτασε στο επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2008, µε βάση τις ισοτιµίες αγοραστικής δύναµης, το ποσοστό σύγκλισης µε τον µέσο όρο της Ε.Ε. δεν έχει προσεγγίσει το επίπεδο εκείνης της χρονιάς.
To ποσοστό αυτό ήταν το τρίτο χαµηλότερο µεταξύ των χωρών της Ε.Ε., µετά τη Βουλγαρία και τη Σλοβακία και σηµαντικά µειωµένο σε σύγκριση µε την περίοδο πριν από την οικονοµική κρίση στη χώρα, διαπιστώνουν οι αναλυτές της τράπεζας. Ενδεικτικά αναφέρουν, µάλιστα, ότι το 2002 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ανερχόταν στο 93,3% του αντίστοιχου µεγέθους της Ε.Ε.-27. Οπως αναφέρει το ∆ελτίο, όµως, «από το 2009 έως το 2018 η οικονοµική µεγέθυνση της χώρας µας ήταν είτε αρνητική είτε υπολειπόταν του ευρωπαϊκού µέσου όρου».
Οι αναλυτές επισηµαίνουν ότι προκειµένου να επιταχυνθεί η σύγκλιση τα επόµενα χρόνια και δεδοµένου ότι έχει ήδη εξαντληθεί το παραγωγικό κενό, απαιτείται διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, µέσω αύξησης των επενδύσεων. Αυτή η ανάγκη µάλιστα καθίσταται ακόµη πιο επιτακτική, καθώς οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας θα περιορίζονται λόγω γήρανσης του πληθυσµού.
«Οι επενδύσεις που θα πραγµατοποιηθούν το τρέχον αλλά και τα επόµενα χρόνια, στο πλαίσιο της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας, µε προτεραιότητα στην πράσινη και ψηφιακή µετάβαση», αναφέρει το ∆ελτίο, «αναµένεται να έχουν ισχυρή πολλαπλασιαστική επίδραση, συµβάλλοντας στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονοµίας.
Σε συνδυασµό, µάλιστα, µε τις διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της συµµετοχής στην αγορά εργασίας, της συνολικής παραγωγικότητας αλλά και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονοµίας, µπορούν να αποτελέσουν τον βασικό παράγοντα που θα οδηγήσει στη σταδιακή άνοδο του δυνητικού προϊόντος της χώρας. Από την άλλη πλευρά, οι δηµογραφικές εξελίξεις και κυρίως η γήρανση του πληθυσµού, θα περιορίσουν µακροπρόθεσµα τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονοµίας».
Οπως σηµειώνεται στην ανάλυση, η κρίση χρέους την προηγούµενη δεκαετία είχε αρνητικό αντίκτυπο στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονοµίας. Το εργατικό δυναµικό µειώθηκε σηµαντικά λόγω του brain drain, αλλά και της γήρανσης του πληθυσµού, το καθαρό απόθεµα κεφαλαίου εξασθένησε, καθώς η επενδυτική δαπάνη βρισκόταν συστηµατικά χαµηλότερα από τις αποσβέσεις, ενώ δεν ενσωµατώθηκαν νέες και καινοτόµες τεχνολογίες στην παραγωγική διαδικασία.
Το εργατικό δυναµικό συνέχισε να µειώνεται και κατά τη διάρκεια της πανδηµίας, αλλά η παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας καταγράφει ανοδική τροχιά από το 2021 και µετά.