Υπέρ της επιστολικής ψήφου και στις εθνικές εκλογές ο Πρόεδρος της Βουλής

Παρέμβαση στη συζήτηση για την επιστολική ψήφο έκανε ο Πρόεδρος της Βουλής, κ. Κώστας Τασούλας, τασσόμενος υπέρ της υπερψήφισης της εφαρμογής της και στις εθνικές εκλογές.

Μάλιστα, κάλεσε τα κόμματα που εκδηλώθηκαν στις Επιτροπές της Βουλής υπέρ της επιστολικής ψήφου των αποδήμων στις Ευρωεκλογές να υποστηρίξουν κάτι αντίστοιχο και για τις εθνικές εκλογές, λέγοντας πως η Κυβέρνηση «με την κατατεθείσα τροπολογία δεν εκμεταλλεύεται μια αδυναμία σας, αλλά αξιοποιεί την υπευθυνότητά σας».

«Εγώ κριτική θα έκανα ότι αργήσαμε να το κάνουμε αυτό. Πενήντα, σαράντα, τριάντα, είκοσι, δέκα χρόνια παιδευόμαστε να το κάνουμε αυτό και επειδή είμαστε ειδικοί στο να εμποδίζουμε, ειδικοί στο να διαφωνούμε, αυτό είχε χαθεί μέσα σε αυτή την αξεπέραστη ειδικότητά μας.

Είχα πει κάποτε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι ο δικομματισμός στην Ελλάδα δεν είναι μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, μεταξύ Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας άλλοτε, Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, εν συνεχεία, Νέας Δημοκρατίας και κάτι άλλο σήμερα. Ο πραγματικός δικομματισμός στην Ελλάδα της Μεταπολιτεύσεως, η οποία συμπληρώνει αισίως πενήντα χρόνια ζωής, είναι βασικά μεταξύ των καταγγελλόντων και των αναβαλλόντων. Αναβάλλοντες ήταν οι εκάστοτε κυβερνώντες και καταγγέλλοντες ήταν οι εκάστοτε αντιπολιτευόμενοι.

Με αναβολές και με καταγγελίες οι οποίες άλλαζαν, όταν άλλαζαν οι θέσεις μας στην κυβέρνηση και οι αναβάλλοντες εγένοντο καταγγέλλοντες και οι καταγγέλλοντες εγένοντο αναβάλλοντες, έτσι προχωρούσε, έτσι κουτσοπροχωρούσε η Ελλάδα, με φόβο πολιτικού κόστους για τους αναβάλλοντες και με ενθουσιασμό για τους καταγγέλλοντες, οι οποίοι όμως γίνονταν και αυτοί, εν συνεχεία, αναβάλλοντες, όταν κέρδιζαν την κυβέρνηση.

Αυτά ήταν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Ελλάδος, οι αναβάλλοντες και οι καταγγέλλοντες. Και όταν εδώ και κάποια χρόνια αποφασίσαμε να αφήσουμε αυτές τις συνήθειες και να προχωρήσουμε σε πραγματικές αλλαγές -«εδώ και τώρα», όπως ελέγετο παλιά- τώρα κρινόμαστε όλοι αν αυτή την ευκαιρία θα την αξιοποιήσουμε ή θα την εγκαταλείψουμε και θα στραφούμε πάλι στις παλιές συνήθειες.

Αντιλαμβάνομαι τα κόμματα που δεν θέλουν να το ψηφίσουν καθόλου. Αυτό το αντιλαμβάνομαι. <<Είναι και αυτό μια στάσις. Νιώθεται>>, που λέει ο ποιητής. Τα κόμματα, όμως, που θέλουν να το ψηφίσουν και το θέλουν όχι επειδή είναι κορόιδα, όχι επειδή τους έβαλε στο τσεπάκι τους η Πλειοψηφία, όχι επειδή έδειξαν αδυναμία, όχι επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς ή δεν έχουν τρόπο να δικαιολογήσουν αυτό που κατά βάθος θα ήθελαν, την άρνησή τους δηλαδή στους Έλληνες του εξωτερικού, αλλά επειδή, πράγματι, είναι υπεύθυνα, αυτά τα κόμματα πιστεύω ότι έδωσαν το δικαίωμα στην Κυβέρνηση εκπρόθεσμα -ναι, εκπρόθεσμα, είναι εκπρόθεσμη η τροπολογία- να οπλισθεί με επιχειρήματα και με θάρρος και με αισιοδοξία ότι αυτή η στάση -που, επαναλαμβάνω, δεν είναι ούτε υποτιμημένη, ούτε κοροϊδία, ούτε ότι τους έβαλαν στο τσεπάκι, αλλά είναι υπεύθυνη στάση- έδωσαν  το δικαίωμα λοιπόν, να συνταχθεί αυτή η τροπολογία και στο ξεκίνημα της συνεδριάσεως να υποβληθεί, με στόχο αυτή η στάση τους να αξιοποιηθεί.

Και αν αξίζει τον κόπο ένα τέτοιο βήμα σημαντικό, ιστορικό να υπονομευθεί από τον φόβο ότι κάποιοι που μας ακούν θα πεισθούν ότι, αν επιμείνουμε και το θέλουμε και αυτό να συμβεί στις εθνικές εκλογές, όπως ήδη διαδηλώσαμε ότι το θέλουμε να συμβεί και σε ευρωεκλογές, αν φοβόμαστε λοιπόν να σκεφθούν κάποιοι ότι αυτό οφείλεται στο ότι η Κυβέρνηση μας έβαλε στο τσεπάκι της ή ότι είμαστε κορόιδα, σκεφθείτε τι συγκρίνουμε. Συγκρίνουμε μια ιστορική αλλαγή, μια ιστορική μεταρρύθμιση, μια συνταγματική κατάφαση με τον φόβο μιας εντύπωσης που μπορεί να δημιουργηθεί σε ελάχιστους για ελάχιστο χρόνο.

Αξίζει τον κόπο να υπονομεύσουμε μια ιστορική εξέλιξη, επειδή είναι η τροπολογία εκπρόθεσμη; Αξίζει τον κόπο να φοβηθούμε ότι τάχα μπορεί να θεωρηθούμε ότι μας εκμεταλλεύονται την αδυναμία μας, ενώ στην ουσία αξιοποιούν την υπευθυνότητά μας; Εγώ άκουσα με πολλή προσοχή τις αγορεύσεις. Είχαν επιχειρήματα και αυτοί που δεν το θέλανε, με βάση, όμως, το ότι δεν το θέλανε» ανέφερε μεταξύ άλλων στην τοποθέτησή του.