Η Ζίτσα είναι γνωστή στο πανελλήνιο για το κρασί της. Κτισμένη σε ημιορεινή θέση στην αριστερή όχθη του ποταμού Καλαμά, βρίσκεται περίπου 25 χιλιόμετρα δυτικά των Ιωαννίνων. Διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Ζίτσας, αλλά μολονότι έχει δώσει στο δήμο το όνομά της, δεν αποτελεί έδρα του.
Η Ζίτσα ιδρύθηκε τα τέλη του Μεσαίωνα, πιθανότατα λίγο πριν ή μετά το ξεκίνημα του 15ου αιώνα. Η πρώτη αναφορά σε αυτήν γίνεται στο Χρονικό των Ιωαννίνων, σε γεγονότα του έτους 1382, δεν γίνεται όμως σαφές από τα συμφραζόμενα εάν πρόκειται για αμυντική θέση ή ήδη ιδρυμένο χωριό.
Για την προέλευση της ονομασίας έχουν διατυπωθεί οι εξής θεωρίες:
Σλαβική (όπως πολλά ακόμα υστερομεσαιωνικά τοπωνύμια της Ηπείρου) και σήμαινε ψυχή ή κατ’ άλλους σύνορο. Σέρβικο μοναστήρι με το ίδιο όνομα υπάρχει κοντά στα Σκόπια, εκεί μάλιστα είχε στεφτεί βασιλιάς ο Στέφανος Δουσάν, ιδρυτής του οίκου που εξουσίαζε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στο β΄ μισό του 14ου αιώνα.
Ελληνική, σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο που αφηγείται ότι πρώτη οικίστρια του χωριού ήταν μια κοπέλα ονόματι Ζωίτσα.
Τουρκική, από τη λέξη şişa (φιάλη, παγούρι).
Οθωμανική περίοδος
Επί Τουρκοκρατίας (1430-1913) η Ζίτσα αναδείχθηκε στο κεφαλοχώρι των Κουρεντοχωρίων, όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί την ευρύτερη περιοχή. Σε αντίθεση με τις συνήθειες της οθωμανικής φεουδαρχίας, ουδέποτε υπήρξε ιδιωτική κτήση: Από το 1430 έως το 1788 ήταν υπό την προστασία της βαλιδέ σουλτάνας (η μητέρα του εκάστοτε σουλτάνου), ενώ στη συνέχεια αφιερώθηκε στα καθιδρύματα της Μέκκας μέχρι την απελευθέρωση. Αυτό οφείλεται στη στρατηγική της θέση, η οποία εξασφάλιζε τόσο την ασφαλή επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Πωγώνι και τη Βόρεια Ήπειρο, όσο και ανεμπόδιστη παρατήρηση μεγάλου κομματιού της Θεσπρωτίας.
Η κομβική θέση κι η ανάπτυξη της αμπελουργίας συντέλεσαν στη δημιουργία ενός αστικού – εμπορικού στρώματος που δραστηριοποιήθηκε στα Βαλκάνια και ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.
Παράλληλα τα μοναστήρια Προφήτη Ηλία και Πατέρων, διαθέτοντας μετόχια σε Ρουμανία και Ρωσία, χρηματοδοτούσαν τις σπουδές πολλών ντόπιων σε πανεπιστήμια, καθώς και την ίδρυση σχολείων εντός του χωριού.
Από αυτά προήλθαν προσωπικότητες όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Α΄ (α΄ μισό 16ου αι.), ο μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Δοσίθεος Φιλίτης (1734-1826) ή ο εθνεγέρτης ιατρός Δημήτριος Νικολίδης (σχεδόν σύγχρονος του προηγουμένου, μαρτύρησε με το Ρήγα Φεραίο το 1798 στις φυλακές του Βελιγραδίου).
Η ακμή των μοναστηριών και συνάμα η εκπαιδευτική δραστηριότητά τους διακόπηκε στα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά το κενό αναπληρώθηκε σύντομα υπό την επίδραση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και χάρη σε σειρά δωρεών από Ζιτσαίους της διασποράς. Σύμφωνα με την παράδοση, το 1764 οι κάτοικοι ίδρυσαν νέο ελληνικό σχολείο, το λεγόμενο Δασκαλειό, κατόπιν παραίνεσης του Κοσμά του Αιτωλού. Στο πρώτο μισό του 19ου αι. ο Κωνστάντιος Φιλίτης, τότε επίσκοπος Βουζαίου Ρουμανίας και ανηψιός του Δοσιθέου, δώρισε αρκετές χιλιάδες γρόσια από την προσωπική του περιουσία για να ιδρυθεί βιβλιοθήκη και σχολείο, ορίζοντας μάλιστα να μη διδάσκεται μόνο η «παλιά» αλλά και η νέα ελληνική γλώσσα – τα χρήματα έγιναν ακόμα περισσότερα όταν ο Δοσίθεος απεβίωσε και όρισε τον Κωνστάντιο εκτελεστή της διαθήκης του. Το έργο τους συνέχισε ο Αναστάσιος Φιλίτης (απεβ. 1883), ο οποίος επιπλέον κληροδότησε στη Ζίτσα και τα Ιωάννινα 300.000 φράγκα για τη σύσταση υποτροφιών. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει επίσης στον Αναστάσιο Γουδίνο, έμπορο που δραστηριοποιείτο στη Βλαχία και άφησε με τη διαθήκη του (συντάχθηκε το 1868) έξι χιλιάδες καισαροβασιλικά φλουριά στα σχολεία της Ζίτσας.[
Η επίσκεψη στη Ζίτσα περιγράφεται σε πολλά χρονικά δυτικοευρωπαίων που περιηγήθηκαν τα Ιωάννινα την εποχή του Αλή Πασά. Αναφέρονται ενδεικτικά οι Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (1809)[4], Τζον Κομπχάουζ – Λόρδος Βύρων (1809) και Χένρι Χόλαντ (1813)[6]. Σίγουρα η πιο πολυτυπωμένη από αυτές τις επισκέψεις είναι των Κομπχάουζ και Βύρωνα, οι οποίοι έμειναν δύο ημέρες στον Προφήτη Ηλία. Ο μεν πρώτος κατέγραψε στο χρονικό του την άθλια κατάσταση που είχε επιβάλει στο μοναστήρι η εξουσία του Αλή Πασά, ο δε δεύτερος εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ απ’ τη θέα, που εμπνεύστηκε μια στροφή απ’ το διάσημο ποίημα Childe Harold.
Ο «σαλναμές» του βιλαετίου Ιωαννίνων για το οικονομικό έτος 1311 (Μάρτιος 1895 έως Φεβρουάριος 1896), όπου διασώζεται η τελευταία αναλυτική απογραφή της οθωμανικής περιόδου, αποτυπώνει για τη Ζίτσα την εικόνα μιας ακμάζουσας κοινότητας με 260 «χανέδες» (οικογένειες) και συνολικά 1.472 κατοίκους.
Σύγχρονη περίοδος
Το χωριό απελευθερώθηκε μαζί με τα Ιωάννινα το 1913 στα πλαίσια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση (1941-1945) κυρίως μέσα απ’ τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ενώ κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε υπήρξε θέατρο σφοδρών μαχών λόγω της στρατηγικής του θέσης. Στα μεταπολεμικά χρόνια πολλοί κάτοικοι οδηγήθηκαν στη μετανάστευση, κάτι που εντεινόταν από επιδημίες φυλλοξήρας που έπλητταν τα αμπέλια έως τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Παράλληλα, η χάραξη νέων οδικών αξόνων και η αναδιάταξη των κοινωνικών – οικονομικών δομών ακύρωσαν σε μεγάλο βαθμό τον αυτόνομο ρόλο που διαδραμάτιζε η Ζίτσα στην ευρύτερη περιοχή, μετατρέποντάς την σε δορυφόρο των Ιωαννίνων.
Παρ’ όλα αυτά παραμένει μέχρι σήμερα το κεφαλοχώρι της περιοχής δυτικά των Ιωαννίνων στεγάζοντας πλήθος δημοσίων υπηρεσιών, ενώ το 2010 η ΕΜΥ εγκατέστησε μετεωρολογικό σταθμό. Στεγάζει επίσης τη Βαδόκειο Βιβλιοθήκη με συλλογή περίπου 3.000 τόμων, καθώς και δημοτική πινακοθήκη. Η τελευταία αποτελεί δημιούργημα του ζωγράφου Κώστα Μαλάμου (1913-2007), γεννημένου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αλλά μεγαλωμένου στη Ζίτσα, ο οποίος δώρισε την προσωπική συλλογή του με έργα σύγχρονης ελληνικής χαρακτικής.
Οικονομία
Παραδοσιακές δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού είναι η αμπελουργία και η κτηνοτροφία, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν γνώρισε άνθιση η εξόρυξη μαρμάρου. Από τα παραπάνω, αυτό που έχει χαρίσει στη Ζίτσα διεθνή αναγνωρισιμότητα, είναι το φερώνυμο κρασί της από λευκά σταφύλια της ποικιλίας ντεμπίνα.
Αν και δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς εισήχθη η καλλιέργεια της ντεμπίνα, το 18ο αιώνα το χωριό είχε ήδη εδραιώσει τη φήμη του ως οινοπαραγωγός περιοχή. Στις μέρες μας η συγκεκριμένη ποικιλία καλλιεργείται αποκλειστικά στην καλούμενη Αμπελουργική Ζώνη Ζίτσας, η οποία περιλαμβάνει επίσης τα χωριά Πρωτόπαππας, Καρίτσα, Λιγοψά, Κληματιά και Γαβρισιοί. Γύρω απ’ αυτήν έχει αναπτυχθεί ο τοπικός δευτερογενής τομέας με τρία οινοποιεία.